Ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, τόσο κοντά και όμως τόσο μακριά από τις ρίζες μας. Μια γνωριμία με την γη των προπατώρων μας, εδώ και εκεί στην Μ. Ασία.
Συμπορευτείτε μαζί μας σ' αυτή την περιπλάνηση και, ποιος ξέρει, μπορεί να ανακαλύψετε και εσείς την άλλη σας πλευρά.....

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Αλή Σαντίκ Εφέντης, ένας "εχθρός" σωτήρας.

Είναι η μοίρα των ανθρώπων ίσως, να κρίνονται από το χρώμα, την θρησκεία τους, τις εξουσίες στις οποίες συχνά πρέπει να υπακούν και όχι πάντα από τις πράξεις τους. Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Αλλή Σαντίκ Εφέντη, Τούρκου αστυνόμου βαθμοφόρου στον Π. Γέροντα, που η αυτοθυσία του, έσωσε πολλούς Γεροντιανούς από σίγουρο θάνατο. Παράξενο, ως και αλλόκοτο, ένας υπηρέτης της τουρκικής απολυταρχίας, να γίνει ο σωτήρας των αλλοθρήσκων του. Να επιδείξει τέτοια αυτοθυσία, αμεροληψία και ηρωισμό, υπέρ των Ελλήνων, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακόμη και σαν ήρωας μας. Δεν γνωρίζω το τέλος του μετά την "αποστασία" ή την ανυπακοή στις διαταγές των ανωτέρων του, αλλά εύχομαι να ήταν καλό. Οι συνέπειες ήταν γνωστές και ο ίδιος τις γνώριζε, αλλά τις αγνόησε για το καλό των "άπιστων" κατοίκων του Γέροντα. Πέρα από τις σημερινές "εκ του ασφαλούς" εκδηλώσεις ειρήνης και αλληλεγγύης των λαών, ο Σαντικ Εφέντης ήταν ο πρώτος, που σε συνθήκες δύσκολες, επικίνδυνες και φανατισμού, απέδειξε ότι ο άνθρωπος, δεν έχει πολιτικά και θρησκευτικά όρια, παρά μόνο αυτά της ψυχής του.{.......Ένας Άνθρωπος βρέθηκε τότε, εκείνες τις ανήσυχες ημέρες, στο Γέροντα. Και ήταν Τούρκος! Ήταν ο νέος διοικητής της περιοχής. Ήταν ο Αλής Σαντίκ Εφέντης. Ο νόμος τον διέτασσε να προχωρήσει σε ενέργειες τρομερές: «να μας βγάλει όλους από τον τόπο ή να μας σκοτώσει». Έτσι διέτασσε ο Νόμος και ο Αλή Σαντίκ εφέντης έπρεπε να εκτελέσει τον νόμο. Μα πώς; Διάβαζε την διαταγή ο Αλή Σαντίκ και κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο του. Να διώξει τους ανθρώπους από τον τόπο τους;…Να τους σκοτώσει;… Μ’ αυτός δεν είναι πλασμένος από την πάστα των φονιάδων. Αυτός είναι γεννημένος για ν’ αγαπά, για να χαρίζει την ελπίδα, για να δίνει την χαρά…Έπειτα υπάρχει απάνω από όλους ο Θεός, που βλέπει τα πάντα, που δεν θέλει να γίνεται το κακό, που αργά αλλά σίγουρα τιμωρεί. Γιατί λοιπόν αυτός θα ενεργήσει αντίθετα προς το θέλημα Του; Όχι. Ας διατάσσουν οι νόμοι, ας απαιτούν οι ανώτεροι. Αυτός όχι μόνο δεν θα βάψει τα χέρια του με το αίμα αθώων, αλλά και θ’ αγωνισθή, όσο γίνεται, για να αποτρέψει και τους άλλους. Δεν θα αφήση, έτσι αποφασίζει καθώς σκυφτός από την συλλογή αγρυπνεί όλη νύκτα, να εξευτελιστούν γέροντες, ν’ ατιμαστούν παρθένες, να βουτηχτούν στο αίμα μικρά παιδιά. Γιατί και αυτός έχει μικρά παιδιά που τα’ αγαπάει, γιατί κι’ αυτός έχει κορίτσι που το καμαρώνει, γιατί είναι άνθρωπος, και πρέπει κάποτε να παραδώσει ολοκάθαρη στα χέρια του Θεού την ψυχή του….}
Η δύναμη όμως και η γενναιότητα αυτού του άνδρα, φαίνεται στις παρακάτω σειρές;
{…ξέρει πως η παράβαση της διαταγής έχει βαρύτατες επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του, πως μπορεί να την πληρώσει με την ζωή του. Μα αυτή η σκέψη δεν τον κάνει διστακτικό. Γιατί ξέρει πως η ζωή δεν έχει καμιά αξία, δεν μπορεί να είναι ύσυχη, όταν συνοδεύεται από κατάρες και τα αναθέματα των αθώων…}
{…Κρατάει λοιπόν στα χέρια του την μαύρη διαταγή ο Αλή Σαντίκ εφέντης και δεν την εκτελεί…..Έβγαλε μάλιστα και διαταγή: «Αν γίνει επίθεση τσέτηδων στο χωριό, οποιαδήποτε ώρα κι’ αν είναι, να ζητάμε αμέσως βοήθεια.» Η διαταγή τέλειωνε με την υπόσχεση πως αμέσως θα έστελνε στρατό να αποκαταστήση την τάξη. Και την υπόσχεση την κράτησε πέρα για πέρα….»
{…Ολοζώντανη παραμένει στο νου πολλών Γεροντιανών ακόμη και σήμερα η ανάμνηση του αγαθού Αλή Σαντίκ, του προστάτη τους. Μερικοί των μνημονεύουν και στην προσευχή τους. Πιστεύουν ότι έχει τοποθετηθεί «εν χώρα δικαίων», σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της αιώνιας γαλήνης, και παρακαλούν τον θεό να δροσίζη το συλλογισμένο μέτωπο του με μυρωμένο αέρι, που απαλά κατεβαίνει από τις πλαγιές και τα ρουμάνια των Δίδυμων βουνών…}Στις παρένθεσεις : Περικοπές από το βιβλίο "Ο Μικρασιατικός Γέροντας" της Ευαγ. Γεωργοπούλου, 1972, σελ. 41-43.
Όπου υπάρχει πίστη, υπάρχει και δίκιο. Δεν γνωρίζω τι απέγινε ο ήρωας αυτός, ποια ήταν η τύχη του. Τουλάχιστον όμως σώθηκε από τους Γεροντιανούς, όπως ο ίδιος τους είχε σώσει.
{…Σαν είδαν όμως οι Γεροντιανές ότι οι στρατιώτες πήγαιναν προς το τουρκικό καρακόλι[1], έτρεξαν να προστατέψουν τον ευεργέτη του χωριού, τον καλό Αλή Σαντίκ Εφέντη, τον άνθρωπο που δεν λογάριασε τις διαταγές και τους προστάτεψε. Τον πήραν στα χέρια και τον έφεραν μπροστά στους έλληνες στρατιώτες. Εκείνοι τον ευχαρίστησαν…}
Περικοπή από το βιβλίο "Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια" της Ελένης. Καρτσαγκούλη, 1995, σελ. 108.
Μήπως αξίζει μια μνεία, ή ένα μνημείο στον Αλή Σαντίκ Εφέντη, ή μήπως όχι, επειδή ήταν Τούρκος;
Πριν απαντήσει ο καθένας, ας το σκεφθεί καλά……….

[1] Αστυνομικός Σταθμός

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Λίγο μετά την «Έξοδο»

Απόσπασμα από το βιβλίο L’ Asie Mineure en ruines, Paris,1924. Συγγραφέας ο Saturnino Ximenez, που επισκέφθηκε με θαλαμηγό την δυτική Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1923.

«…….Διόλου δεν αναμέναμε τέτοια έκπληξη στην θέα του ελληνικού χωριού που περιβάλλει το Διδυμείον. Πηγαίναμε να επισκεφθούμε ένα από τα πιο διάσημα αρχαιολογικά μνημεία της Μικρασίας, του οποίου οι τρεις όρθιοι κίονες που κυριαρχούν στο τοπίο, προσήλωναν το βλέμμα από μακριά. Μπαίνοντας όμως στον Γέροντα, η θέα των αρχαιοτήτων έσβησε και μας συνεπήρε και στιγμιαία επεβλήθη η θέα των πραγμάτων του σήμερα….
Δεν βρήκαμε ερειπωμένο τον ελληνικό οικισμό. Απλά εγκαταλελειμμένο. Τα σπίτια να στέκουν ακατοίκητα, διατηρώντας πολλά από τα αντικείμενα του νοικοκυριού καθώς και την επίπλωση τους. Παντού βλέπεις παραβιασμένα σεντούκια, ξεσκισμένα και ψαγμένα στρώματα, ξηλωμένα στο πάτωμα σανίδια.
Η εντύπωση από το εσωτερικό των σπιτιών σπαρακτική. Τα ίχνη του πλιάτσικου ανεξίτηλα <…> Οι κάτοικοι του Γέροντα ζούσαν ζωή αζόριστη, ειρηνική. Ήσαν εργατικοί και απελάμβαναν μια σχετική άνεση. Οι κατοικίες τους ήσαν παστρικές, νοικοκυρεμένες. Βρήκαμε ακόμη, κομόντες, καναπέδες, εταζέρες, λάμπες πετρελαίου, παιδικά παιχνίδια, μηχανές ραψίματος, δίσκους γραμμοφώνου, εργαλεία, σύνεργα μαγειρικής. Όλα πεταμένα εδώ κι’ κει, συντρίμμια. Σ’ ένα μισάνοικτο συρτάρι ανακαλύψαμε ένα κουτί πούδρας ρυζιού και άλλα ψιμύθια της γυναικείας φιλαρέσκειας. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, με σφιγμένη καρδιά, ατενίζοντας την συμφορά. Η φυγή θα πρέπει να ήταν ξαφνική, ταχύτατη. Αλαφιασμένος ο κόσμος δεν είχε τον χρόνο να πάρη μαζί του τίποτα. Τα μαγαζιά τροφίμων και οι ταβέρνες είχαν ακόμη τους πάγκους και τα ράφια τους, τα κατάστιχα των λογαριασμών ήσαν σκισμένα στο πάτωμα, ανάκατα με θραυσμένα σκεύη και κάθε είδους σύντριμμα. Μια τραγική σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά: η σιωπή των νεκρουπόλεων. …....
……..Στο σχολείο οι πλιατσικολόγοι είχαν υπερβεί τον εαυτό τους. Τα πάντα ήσαν σπασμένα, σκισμένα, ποδοπατημένα. Μαζέψαμε από κάτω ένα ελληνικό βιβλίο, το βίο του αγίου Θύρσου, χριστιανού των Διδύμων που μαρτύρησε στην Μίλητο. Ζωγραφιές, σχολικά τετράδια, αναγνωστικά και προσευχητάρια, όλα καταγής φύλλο-φτερό. Τα σπίτια της πλατείας είχαν αυλές με δενδρύλλια και άνθη. Σε ένα από αυτά πρόσεξα πως κρέμονταν ακόμη στα παράθυρα ξεθωριασμένες γιρλάντες από χάρτινα ρόδα σε χρώμα γκρενά, κατάλοιπο προφανώς διακόσμου οικογενειακής γιορτής. Η φύση σιγά-σιγά κυρίευε τα πάντα <…>
Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ακόμη γεμάτος εγκαταλελειμμένα μπαούλα που οι φυγάδες μες στην βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και τ’ άφησαν εκεί για περισσότερη ασφάλεια. Ήσαν κενά κι’ από τα περισσότερα έλλειπαν και οι κλειδαριές.
Μπήκαμε στο ναό. Απερίγραπτη η ερήμωση του. Πατούσαμε πάνω σε σωρούς από σανίδες, σπασμένα στασίδια, ξύλινα στολίδια, εικόνες, σταυρούς, πολυελαίους, αναλόγια, όλα συντρίμμια. Από τα θωράκια του τέμπλου με τα κάπως αφελή τους σκαλίσματα και τον αδέξιο χρωματισμό, είχαν αφαιρεθή οι ιερές ζωγραφιές. Η αγία Τράπεζα σχισμένη στα δύο. Αποσπούμε από τα χαλάσματα αγιογραφημένα πινάκια, φύλλα βιβλίου λειτουργικού και λίγες σελίδες από την Καινή Διαθήκη, βεβηλωμένες και κομμένες σε λουρίδες…»

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Αναζητώντας το πατρικό μου.........



Το χωριό όπως το είδαμε το 1972. Οι φωτογραφίες είναι στις σκάλες του"βαπτισμένου" πατρικού μας και στο πηγάδι που πιστέψαμε τότε ότι ανήκε στο σπίτι.






Για μήνες περίμενα με αγωνία, την εκδρομή αυτή το Απρίλιο του 2008, στον Παλαιό Γέροντα. Είχα 35 ολόκληρα χρόνια να δω το χωριό των προγόνων μου. Τελευταία φορά το 1972, εξάχρονο αγοράκι τότε, με κοντά παντελόνια, είχα πάει με τους γονείς και τους θείους μου. Τι να θυμάμαι, λίγες εικόνες από τα ερείπια του χωριού, μπερδεμένες κι αυτές και ότι έβλεπα στις λίγες θολές φωτογραφίες που τραβήξαμε. Ψάξαμε και τότε για το πατρικό της γιαγιάς μου, νομίσαμε ότι το είχαμε βρει μάλιστα. Μας είπαν ότι ήταν κοντά σε ένα πηγάδι. Εμείς από την αγωνία μας, βαφτίσαμε "Πατρικό" το πρώτο σπίτι που είχε πηγάδι, λες και μόνο ένα πηγάδι υπήρχε. Στα χρόνια που πέρασαν καταλάβαμε ότι ο "ευσεβής πόθος" μας οδήγησε σε λάθος συμπεράσματα.


Έτσι, το "βάρος" του εντοπισμού του πατρικού, έπεσε πάνω μου. Με τα πολλά φθάσαμε στις 2 Απριλίου, έπειτα από ταξίδι περίπου 16 ωρών, στο πολυπόθητο προορισμό μας. Τόσο το σκοτάδι, όσο και η κούραση, δεν μου επέτρεψαν να χαρώ την πρώτη θέα του χωριού. Δάκρυσα όμως βλέποντας τις θεόρατες κολώνες του Ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα να υψώνονται ως τον ουρανό. Πόσο μικρός αισθάνθηκα μπροστά σ' αυτό το μεγαλείο. Το λεωφορείο προχώρησε και μαζί του η απογοήτευση από την δεύτερη εντύπωση.


Ο πλούσιος άλλοτε κάμπος, που από όλα τα σημεία του αγνάντευε την θάλασσα, γέμισε κακόγουστες οικοδομές και τσιμέντο, αυτό που κάποιοι ονομάζουν ανάπτυξη. Οι ελιές ξεριζώθηκαν και στην θέση τους φύτρωσαν καταστήματα και πολυκατοικίες. Λίγα είναι αυτά που γλύτωσαν από την μανία του «πολιτισμού». Αντί για γρασίδι, πατούσα στην λάσπη και την άσφαλτο, ενώ την γλυκιά μυρουδιά της βροχής, πρέπει χιλιόμετρα μακριά να την αναζητήσεις.


Ίσως να είναι πολύ πρόσφατες οι μνήμες από την επίσκεψη μου στα χώματα των προπατόρων μου και έτσι δεν έχω καθαρή εικόνα. Για ένα είμαι σίγουρος όμως, δεν νιώθω μόνο χαρά που είδα, μύρισα, αφουγκράστηκα, περπάτησα όλα αυτά που σχεδόν ένα αιώνα πριν, οι πρόγονοι μου είχαν γευθεί. Μια νότα θλίψης, για τις αλλαγές που το μέρος έζησε, με συνόδευε σχεδόν σε όλο το ταξίδι αυτό της μνήμης.



Τα συναισθήματα αυτά, ισορρόπησαν, η θερμή υποδοχή μας από τους τωρινούς κατοίκους, οι αγκαλιές και οι ευχές τους, το χαμόγελο τους στην παρουσία μας. Πέρα από τις επισημότητες και τις ομιλίες των δημάρχων και νομαρχών, που και από τις δύο πλευρές ήταν εκεί, οι απλοί άνθρωποι έκαναν την διαφορά. Ο γερό Αχμετ που με δυσκολία περπατούσε, αλλά με γύρισε σε όλο το χωριό, προσπαθώντας να με βοηθήσει να βρω το πατρικό μου, ο Μουσταφά που τελικά ήταν το κλειδί στην έρευνα αυτή, αλλά και άλλοι μου πρόσφεραν την βοήθεια τους απλόχερα και από καρδιάς. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.


Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με την αγωνία και την προσδοκία της "ανακάλυψης" του πατρικού. Από το πρωί ήμουν σε υπερένταση. Μετά την επίσκεψη στον Ναό, δεν έβλεπα την ώρα να ξεχυθώ στα σοκάκια για να αναζητήσω οποιαδήποτε πληροφορία θα με οδηγούσε στο σπίτι. Άραγε θα υπήρχε έστω και ένας τοίχος έστω και ερείπιο αλλά όρθιος, μήπως στην θέση του έβρισκα κάποια αλάνα; αν κατοικούνταν ποια θα ήταν η αντίδραση των ιδιοκτητών στην παρουσία μου; Διάφορες σκέψεις με τριγύριζαν, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να με αποθαρρύνουν Ακόμη και ένα σκέτο οικόπεδο να ήταν, κάποτε οι πρόγονοι μου έζησαν σε αυτό.
Ένα σκαρίφημα του χωριού, από τον πατέρα του Τάκη, όπου ήταν σημειωμένο "το σπίτι του Σπανού", ήταν το μόνο μου στοιχείο. Περιπλανήθηκα επί ώρες στα άδεια σοκάκια, είδα με προσοχή όλα τα σημάδια, έψαχνα με λαχτάρα το πηγάδι και την εκκλησία του Άι Γιώργη. Αυτά ήταν τα δύο γνωρίσματα για τον εντοπισμό. Ο Αχμετ, σχεδίασε και αυτός το χωριό, μια και είχε γεννηθεί εκεί, αλλά παρά την καλή του πρόθεση, μάλλον με περιέπλεξε παρά με βοήθησε. Το γκρουπ είχε ήδη φύγει, η ώρα είχε πάει τρεις και μισή και είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Σκέφθηκα τον Τάκη, είχε επισκεφθεί το χωριό πολλές φορές και το γνώριζε, είχε φίλους Τούρκους που μπορούσαν να βοηθήσουν. Υπέθεσα ότι είχε φύγει με τους υπολοίπους για τα Καρακούγια (Μαύρα πηγάδια), δηλαδή τον παραλιακό Γέροντα που τώρα ονομάζεται Γενί-Κιόι (νέο χωριό). Ψάχνοντας για ταξί κατέληξα στον ξενώνα "Μέδουσα" του Μουσταφά, όπου όμως με περίμεναν πολλές εκπλήξεις. Οι κόποι μου αποζημιώθηκαν και ο κοινός Θεός όλων των ανθρώπων, συμμερίστηκε την αγωνία μου. Ο Τάκης με την γυναίκα του και φίλους Τούρκους ήταν εκεί, ξέμειναν στις μνήμες για καλή μου τύχη. Έπαιρναν το τσάι τους στην φιλόξενη αυλή του ξενώνα. Φυσικά και ο Μουσταφά. Με έκπληξη με κοίταξαν και ρώτησαν γιατί ξέμεινα. Με την απάντηση μου, ήρθε και το τέλος της αναζήτησης. Δεν θα ξεχάσω την φυσικότητα με την οποία ο Τάκης μου απάντησε: - Γιατί δεν με ρωτούσες; ο Άι Γιώργης είναι πίσω από τον ξενώνα αυτό και το πατρικό σου απέναντι ακριβώς. Έμεινα άφωνος, χρειάστηκα λίγο χρόνο για να συνέλθω Πριν ακόμη προλάβω να ξεζαλιστώ, μου ήρθε και δεύτερος κεραυνός, από τον Μουσταφά αυτή την φορά: - Αν είναι σωστό το μέρος που λέει ό Τάκης, τότε το έχω αγοράσει και έχω χτίσει την προέκταση του ξενώνα μου εκεί. Το πηγάδι που μου λες, το μπάζωσα πριν λίγα χρόνια και ήταν ακριβώς μπροστά. Ήταν απίστευτη η εξέλιξη. Με μιας σηκωθήκαμε και τρέξαμε στην πίσω αυλή. Σαν μικρά παιδιά πηδήξαμε τον μαντρότοιχο και βρεθήκαμε στο παλιό χριστιανικό νεκροταφείο. Εκεί, απέναντι ακριβώς, σε λίγα μόνο μέτρα, βρίσκονταν το πατρικό μου. Τα συναισθήματα δεν περιγράφονται, την χαρά και συγκίνηση μου συμμερίζονταν όλοι, το έβλεπες στα υγρά μάτια και στο χαμόγελο τους. Διπλή η χαρά γιατί βρέθηκε και το χριστιανικό νεκροταφείο, που μου είχε δείξει ώρες πριν ο Αχμετ, αλλά οι χωριανοί της εκδρομής δεν γνώριζαν. Ειρωνεία, είχα περάσει από εκείνο το σημείο δύο φορές, είχα δει τα απομεινάρια του πλατύσκαλου του Άι Γιώργη, είχα βρει κάποια αρχιτεκτονικά μέλη της εκκλησίας, στην περίφραξη του νεκροταφείου εντοιχισμένα ή διάσπαρτα μέσα στην βλάστηση, αλλά δεν κατάλαβα ότι αυτά ήταν τα σημάδια για το σπίτι. Πέρασα το μικρό δρομάκι και βρέθηκα στην αυλή του προπάππου μου. Τσιμέντο και πλάκες παντού, τίποτα δεν έμεινε από τον παλιό "οντά". Ακόμη και οι δάφνες με την μικρή λεμονιά, ήταν φυτεμένα χρόνια μετά την φυγή της οικογένειας μου. Ίσως κάποιες πέτρες στον τοίχο της περίφραξης, να ήταν πράγματι "πρωτότυπες". Στο μέρος που κάποτε υπήρχε το σπίτι, ο νέος ξενώνας του Μουσταφά, άκομψος και λιτός, αλλά τελικά με μια παραξενιά της τύχης. Ο πρώτος του ξενώνας, ήταν το σπίτι της οικογένειας Χατζηφωτεινού που έφυγε στην Κρήτη με την ανταλλαγή. Μια παρόμοια ιστορία εξελίχθηκε όταν ο Κωστής Χ"φωτεινός αναζήτησε το πατρικό του. Μόνο που ήταν τυχερός, το σπίτι διατηρήθηκε, επιδιορθώθηκε και μεταμορφώθηκε σε έναν υπέροχο ξενώνα - λαογραφικό μουσείο. Αντίθετα στην δικιά μου περίπτωση, δεν έμεινε τίποτε που να θύμιζε το παλιό σπίτι.

Ας μην είμαι αχάριστος όμως, βρήκα αυτό που έψαχνα και γέμισα την ψυχή μου με εικόνες και ανακούφιση.
Τα πειράγματα από την παρέα δεν άργησαν: - Άντε κι΄άλλος Χ'φωτεινός. Να γράψεις βιβλίο και εσύ, να συνεχίσεις την παράδοση. Όποιος είχε σπίτι του Μουσταφά πρέπει να είναι συγγραφέας!
Με την επιστροφή μου στο ξενοδοχείο, έφερα μαζί μου και ένα μικρό χαλίκι από την αυλή. Το έδωσα στην μητέρα μου. Το κράτησε σφικτά και με κοίταξε, κατάλαβα το τι σήμαινε για αυτήν. Το τελευταίο βράδυ, στο γλέντι της επιστροφής, έμαθα ότι ο Άι Γιώργης ανατινάχθηκε από τον Τουρκικό στρατό για χρήση των υλικών στην κατασκευή στρατώνα το 1940. Το ελληνικό νεκροταφείο, που ήταν στην αυλή του, χρησιμοποιήθηκε σαν χωράφι. Τίποτα δεν έμεινε σε αυτό που να μαρτυρά την χρήση του. Σβήστηκαν οι μνήμες με μιας, γιατί άραγε;
Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν με επισκέψεις στην Μίλητο, Έφεσσο, Αφροδισιάδα, Πριήνη, Ιεράπολη και Παμούκαλε. Εντυπωσιακά όλα τους μνημεία, ενός μεγάλου πολιτισμού.


Στη σκέψη μου όμως, πάντα είχα τον Γέροντα.......










Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Το όνομα Γέροντας

Απόσπασμα της μαρτυρίας της Θεοδωρούλας Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, από το βιβλίο της Ελένης Γ. Καρτσαγκούλη "Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια"-Δημοτική Βιβλιοθήκη Ν. Ιωνίας, εκδ. ΩΡΕΣ 1995.

"....Γεννήθηκα στον Γέροντα. Το χωριό ήταν χτισμένο γύρω από τα ερείπια του αρχαίου ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα. Οι πρώτοι κάτοικοι του, ήταν σαμιώτες ναυτικοί. Έφευγαν από τον τόπο τους την εποχή του θερισμού και περνούσαν απέναντι στα παράλια της Μικρασίας για να δουλέψουν.

Είδαν, όμως, ότι το μέρος αυτό ήταν έφορο και αποφάσισαν να μείνουν μόνιμα εκεί. Γύρω από το ιερό ήταν ένας μικρός τούρκικος συνοικισμός. Οι Σαμιώτες δεν ήθελαν τους Τούρκους μεσ' τα πόδια τους. Κι ως τετραπέρατοι Ρωμιοί, πήγαν και βρήκαν τον τούρκο πασά της περιοχής και, χωρίς πολλές κουβέντες του ζήτησαν να απομακρύνει τον τούρκικο συνοικισμό από το "Ιερόν". Κι αυτοί με την σειρά τους, σαν καλοί γεμιτζήδες και μάστορες που ήταν, θα του έφτιαχναν όση πίσσα ήθελε για τα καϊκια του. Ο πασάς άλλο που δεν ήθελε, γιατί ήξερε ότι οι Ρωμιοί ήταν καλοί μάστορες, ενώ οι Τούρκοι δεν τα' χαν ποτέ καλά με την θάλασσα.


Έτσι ο τούρκικος συνοικισμός έφυγε, πήγε πιο πέρα και χτίσθηκε ένα άλλο χωριό που ονομάσθηκε Τουρκογέροντας. Οι Ρωμιοί έχτισαν και αυτοί το χωριό τους, γύρω από το ιερό, που με τα χρόνια πρόκοψε, μεγάλωσε και απλώθηκε στους γύρω λόφους.


Άλλοι, όμως, λένε ότι - στα πολύ παλιά χρόνια- ένας γέροντας ανέβηκε ν' ασκητεύσει πάνω σε μια κολώνα του ιερού. Όταν το' μαθε ο κόσμος από τα γύρω χωριά πήγαινε να το δει.


-Που θα πάτε;


-Στον γέροντα


Σιγά - σιγά κτίσθηκαν και λίγα σπίτια γύρω - γύρω, που με τα χρόνια έγιναν περισσότερα και έτσι έμεινε το όνομα Γέροντας στο χωριό...."

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

Το πλοίο της Σωτηρίας


«…Όσοι Γεροντιανοί έτυχε να βρεθούνε όξω από το χωριό, όπως ο Μιχάλης Καίπας, ο Αλέξανδρος Καίπας, ο Σταμάτης ο Δρόσος, κάνανε ενέργειες κι έστειλε η ελληνική Κυβέρνηση τρία καράβια να πάρει τα γυναικόπαιδα από τον Γέροντα….» (προσωπική μαρτυρία της Αφροδίτης Γιαννάκη καταγεγραμμένη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.)

Είναι γνωστή η ιστορία πλέον με τον εγκλωβισμό των Γεροντιανών, στο μικρό νησάκι της "Παναγίας", απέναντι από την παραλία των "Καρακουγίων". Χωρίς τις ενέργειες του ιατρού Καίπα, του αδελφού του και του Δρόσου Σ., πιθανά πολλοί από εμάς δεν θα είχαμε γεννηθεί.
Υπάρχει επιβεβαίωση της μαρτυρίας, για τα συμβάντα στο νησάκι της Παναγίας και από τον Ν. Σπανό, όπως επίσης και ένα παράπονο για τους ήρωες αυτής της διάσωσης, το οποίο παραθέτουμε επακριβώς με τα λόγια του μάρτυρα:
«…τέτοια αδιαφορία από τον κόσμο τον παλιό, φοβερή κατάσταση, να τον αγνοήσουν τον Καίπα τελείως…και ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν Βασιλικός και δεν του είχαν δώσει την δέουσα προσοχή, αυτήν που του έπρεπε. Ενώ αυτός βοήθησε όλους αυτούς, θα τους σκοτώνανε όλους, δεν θα έμενε κανείς, τίποτα…». Τα συμπεράσματα δικά σας.....
Όταν τα πλοία πλησίασαν και έτρεψαν σε άτακτη φυγή τα μικρά τούρκικα καΐκια, μια ανάσα ζωής αναπτέρωσε τις ελπίδες των πολιορκουμένων. Η σωτηρία είχε φανεί, τα ονόματα των πλοίων ποτέ δεν θα ξεχνιόταν, πως άλωστε να λησμονήσει κανείς τους σωτήρες του. Οι μαρτυρίες λένε για το αντιτορπιλικό "Αετός", το επιβατικό "Κωνσταντινούπολης" ενώ το όνομα του τρίτου πλοίου που αναφέρει η Α. Γιαννάκη, είναι άγνωστο και η ύπαρξή του αμφισβητείται. Στοιχεία μπορέσαμε να εντοπίσουμε μόνο για το πολεμικό πλοίο "Αετός" τα οποία παραθέτουμε αμέσως παρακάτω :


[.......Το ΑΕΤΟΣ και τα ιδίου τύπου ΛΕΩΝ, ΠΑΝΘΗΡ και ΙΕΡΑΞ απετέλεσαν την Μοίρα των περίφημων "Θηρίων". Αγοράσθηκαν έτοιμα για παράδοση αντί 148.000 λιρών το καθένα από τα αγγλικά ναυπηγεία Camel Laird στο Λίβερπουλ, όταν ο βαλκανικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Τα πλοία αυτά είχαν αρχικά παραγγελθεί από την Αργεντινή. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1912 ύψωσαν την ελληνική σημαία, αν και είχαν ακόμη ξένα πληρώματα. Τα πλοία απέπλευσαν ανεξάρτητα, με προορισμό το Αλγέρι, όπου περίμενε το επίτακτο ΙΩΝΙΑ με τα ελληνικά πληρώματα. Το ΑΕΤΟΣ, όταν εισήλθε στη Μεσόγειο, έπαθε σοβαρή βλάβη και έμεινε ακυβέρνητο. Κατά σύμπτωση, πέρασε κοντά του ένα από τα άλλα αντιτορπιλικά και το ρυμούλκησε στο Αλγέρι. Πυρομαχικά αγοράσθηκαν τα απολύτως απαραίτητα για πολεμικές επιχειρήσεις (μόνο 3.000 τεμάχια). Τορπίλες δεν αποκτήθηκαν στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Για το λόγο αυτό, τα πλοία αρχικά ονομάσθηκαν "ανιχνευτικά" και όχι "αντιτορπιλικά". Κατά την παραλαβή, οι Έλληνες αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες, γιατί δεν είχαν τη σχετική εμπειρία και συνάμα όλα τα έντυπα και οι επιγραφές ήταν στην ισπανική γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, πέτυχαν να κινήσουν τα πλοία και να αποπλεύσουν σε 24 ώρες. Στην περιοχή των επιχειρήσεων εστάλησαν αφού έμειναν λίγες μόνο ημέρες στο Ναύσταθμο. Ο ΑΕΤΟΣ μόνο ρυμουλκήθηκε και χρειάσθηκε επισκευή 5 εβδομάδων. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (κυβερνήτης Ανπχος Α. Δουρούτης) και στη συνέχεια στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήρθε η κατάσχεσή του από τους Γάλλους που είχε επιβληθεί το 1916 και διήρκεσε μέχρις ότου η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Έλαβε επίσης μέρος στις επιχειρήσεις του Εύξεινου Πόντου μεταξύ 1919-1920, στην Μικρασιατική Εκστρατεία και τέλος στις επιχειρήσεις της περιόδου 1940-45, όπου πρόσφερε πολλές υπηρεσίες, ανάλογες με την ηλικία και τον εξοπλισμό του, η δε δράση του το έφερε μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Μεταξύ Δεκεμβρίου 1941 και Φεβρουαρίου 1942, πραγματοποίησε μετασκευή του οπλισμού του στην Καλκούτα για την καλύτερη εκτέλεση των νέων του αποστολών. Παροπλίσθηκε το 1946.....] http://www.hellenicnavy.gr/images/oldShips/aetos1_old_hi.jpg

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Λίγα λόγια για τον Ναό


Δίδυμα (τα), χωρίον της Ιωνίας παρά την Μίλητον, ένθα ο ναός και το μαντείον του Διδυμαίου Απόλλωνος.

Τα Δίδυμα ήταν ιερός τόπος και έδρα μαντείου του Απόλλωνα, νοτίως της Μιλήτου στη Μικρά Ασία. Καταλήφθηκαν και κάηκαν από τους Πέρσες το 494 π.Χ. Είναι γνωστά από το ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα, οι προετοιμασίες για την οικοδόμηση του οποίου ξεκίνησαν το 334 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθέρωσε την περιοχή από τους Πέρσες. Ο ναός, που θα στέγαζε το περιφημότερο μαντείο της αρχαίας Ελληνικής Ανατολής, θα αντικαθιστούσε παλιότερο κτίσμα που είχε καταστραφεί από τους Πέρσες. Τα σχέδια του ναού, σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, εκπονήθηκαν από τον Μιλήσιο Δάφνι σε συνεργασία με τον Εφέσιο Παιώνιο, που, σύμφωνα πάλι με τον Βιτρούβιο, είχε συμβάλει στην αποπεράτωση του περιώνυμου ναού της Αρτέμιδας στην ιδιαίτερη πατρίδα του.


Ο ναός του Διδυμαίου Απόλλωνα άρχισε να χτίζεται περί το 313 π.Χ., όμως η κατασκευή του προχώρησε με πολύ αργούς ρυθμούς και 600 χρόνια αργότερα οι εργασίες σταμάτησαν οριστικά. Οι Δάφνις και Παιώνιος, ανταποκρινόμενοι στις λειτουργικές ανάγκες του μαντείου, δημιούργησαν έναν δίπτερο ναό τεραστίων διαστάσεων [διαστάσεις κρηπίδας 120x60 μέτρα] με υπαίθριο σηκό, που περιλάμβανε μια μεγαλόπρεπη περίτεχνη αυλή και ένα ναΐσκο, από όπου οι μάντεις ιερείς έδιναν τους χρησμούς. Στους τοίχους της κρηπίδας του ναού διασώζονται ακόμα τα σχέδια του ναού, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Ο ναός, αν είχε αποπερατωθεί, θα ήταν ο μεγαλύτερος του ελληνικού κόσμου. Στα Δίδυμα γινόταν κάθε χρόνια μια γιορτή, τα Διδύμεια, που από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. ήταν Πανελλήνια.