Ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, τόσο κοντά και όμως τόσο μακριά από τις ρίζες μας. Μια γνωριμία με την γη των προπατώρων μας, εδώ και εκεί στην Μ. Ασία.
Συμπορευτείτε μαζί μας σ' αυτή την περιπλάνηση και, ποιος ξέρει, μπορεί να ανακαλύψετε και εσείς την άλλη σας πλευρά.....

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Εις μνήμη των διωχθέντων

Από το αρχείο του Πολιτιστικού συλλόγου Γέροντα Καβάλας

87 Χρόνια Μετά…..1 Χρόνο πριν…. από την «Έξοδο»

Σε μια προσπάθεια καταγραφής των γεγονότων πριν, κατά και μετά από την επίσημη καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 και την «έξοδο», όπως πολύ εύηχα ονομάστηκε ο ξεριζωμός, επιλέξαμε να τιμήσουμε την τραγική αυτή επέτειο με το παρόν άρθρο, αλλά με μια διαφορετική προσέγγιση. Τα γεγονότα των ημερών εκείνων στην Σμύρνη, έχουν γραφτεί σε κάθε είδους έντυπο, έχουν ειπωθεί σε χιλιάδες εκπομπές, συνεντεύξεις, μαρτυρίες, έχουν αναλυθεί και μετααναληθεί τόσες φορές που μας είναι ήδη οικεία και γνωστά. Σαφώς βέβαια αξίζει στην μνήμη χιλιάδων Ελλήνων η πλειάδα αυτή των αναφορών, όπως πιστεύουμε ότι αξίζει και η παρουσίαση των διωγμών μακριά από τις πόλεις και πριν από το καταληκτικό αυτό σημείο τον Σεπτεμβρίου του 1922. Επιλέξαμε μαρτυρίες και μνήμες που προέκυψαν από την έως τώρα αποδελτίωση του αρχειακού μας υλικού, πολλές εκ των οποίων είναι αδημοσίευτες, ευελπιστώντας να προσδώσουμε μια σχετικά πιστή εικόνα του κλίματος και των συμβάντων της εποχής,
Θα περιπλανηθούμε στον χρόνο λοιπόν και θα αλλάξουμε τόπο για μια άλλη νέα ιστορία. Θα αναφερθούμε σε γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν την περιοχή και τον οικισμό του Παλαιού Γέροντα (σήμερα Didim), στα Μικρασιατικά παράλια πριν και κατά τις μέρες του διωγμού. Ο γεωγραφικός αυτός περιορισμός, ίσως αρχικά να φαίνεται αδιάφορος, όμως αποτυπώνει μια άλλη πλευρά της τραγικής εκείνης εποχής. Προβάλει την εξέλιξη των πραγμάτων μακριά από τα κέντρα αποφάσεων, στην επαρχία και τον αντίκτυπο στους απλούς ανθρώπους, την καθημερινότητα τους, τις αγωνίες τους και τους φόβους τους, πριν το μεγάλο κακό.


Γέροντας Μικράς Ασίας - Λίγο πριν τις ‘’μαύρες μέρες’’

Αν και τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν από χρόνια, η ελπίδα για προέλαση του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) νότια του ποταμού Μαιάνδρου, παρέμενε άσβεστη στις καρδιές των Ελλήνων της περιοχής. Καιρό πριν, από τα πρώτα επεισόδια είχε ξεκινήσει ένα κύμα προς την μητέρα Ελλάδα, αλλά η λέξεις πρόσφυγας ή για να είμαστε ακριβολόγοι ‘’ανταλλάξιμος’’ με την βαρύτητα και το νόημα που τελικά τους προσδόθηκαν , δεν υπήρχαν σε κανενός απλού ανθρώπου την σκέψη.
Η ζωή στο κεφαλοχώρι του Γέροντα, που αριθμούσε περίπου 4 χιλιάδες κατοίκους, όλοι τους Έλληνες και μόνο 6 αστυνόμους και ένα τελώνη Τούρκους, ήταν ειρηνική και ξένοιαστη. Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι που πριν τα 1904 είχαν στην ευθύνη τους τις ανασκαφές του «Ναού Διδυμαίου Απόλλωνος», αναφέρουν γραπτά ότι το χωριό αποτελείτε από ελληνικό στοιχείο αμιγώς, έχει διατηρήσει τον χαρακτήρα και τα ήθη της πατρίδας τους (Ελλάδας) και είναι ένας καθαρά Ελληνικός πυρήνας μέσα σε μια μουσουλμανική χώρα. Τα καπνά, οι ελιές, τα σπαρτά αλλά και η θάλασσα στα ‘’Καρακούγια’’[1], προμήθευαν τα απαιτούμενα. Το εμπόριο ακόμη και με το εξωτερικό, κυρίως σε εξαγωγές καπνού άνθιζε, καθώς και σε άλλα αγαθά. Όλα αυτά σε ένα κλίμα συμφιλίωσης και αρμονικής συνύπαρξης διάρκειας αιώνων με τους λιγοστούς Τούρκους της γύρω περιοχής, που όμως είχε αρχίσει να διαταράζεται από τις αρχές του 1900. Τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Ε.Σ. είχε σταθεροποιηθεί ανάμεσα στην Κίο, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και τον ποταμό Μαίανδρο, με μήκος μετώπου 700 χιλιόμετρα. Ιδιαίτερα μετά την διακήρυξη Ουίλσον που στο δωδέκατο άρθρο ρύθμιζε το μικρασιατικό ζήτημα ως εξής: «Η Οθωμανική κυριαρχία θα οφείλη να περιορισθή εις το εσωτερικόν των χωρών εκείνων εις τας οποίας υπερτερεί πραγματικώς το Οθωμανικόν στοιχείον.» , η κατάσταση είχε ισορροπήσει και δεν φαίνονταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Οι εκδιώξεις και η τρομοκρατία όμως προυπήρχαν και συνέχιζαν να ταλαιπωρούν τους Έλληνες.


Γέροντας Μικράς Ασίας - οι Διωγμοί

Έως το καλοκαίρι του 1922 οι καταστάσεις αλλάζουν. Το μέτωπο δεν αντέχει και σταδιακά υποχωρεί άτακτα και με σοβαρές απώλειες. Η καταρράκωση του ηθικού των ελληνικών δυνάμεων, οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα, το τεράστιο κόστος συντήρησης του στρατεύματος και η γενικότερη δυσφορία, δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη θέση της Ελλάδας. Στα προβλήματα αυτά έρχεται να προστεθεί η αδιαλλαξία της Τουρκικής πλευράς σε οποιοδήποτε σχέδιο για επίλυση πρότειναν οι Έλληνες στους συμμάχους. Σταδιακά διαφαίνεται η προκλητική πλευρά των Τούρκων, των απλών ανθρώπων που μέχρι χθες ήταν ο ''φίλος” ή ο “γείτονας”. Καταδώσεις και εξευτελισμοί συμβαίνουν παντού και όλο και περισσότερο η απειλή είναι ορατή. Κάποιοι πιστεύοντας ακόμη στην σωτηρία από τον Ε.Σ. οργανώνουν αντίσταση στον Γέροντα. Στρατολογούνται νεαρά παλικάρια, όσα είχαν απομείνει από τις εξορίες και την αιχμαλωσία και οι πρεσβύτεροι χρηματοδοτούν τον οπλισμό. Από το αρχείο προκύπτει το όνομα του Ιωάννη Σπανού σαν κύριο αρωγό του αγώνα. Το τέλος του ήταν τραγικό και παραδειγματικό, γδάρθηκε ζωντανός προς συνετισμό των υπολοίπων.
Μάταια ο τελευταίος προεστός του χωριού Σπυριδονίδης Ιωάννης προσπαθεί να συνετίσει τους νεαρούς, το πάθος τους για πόλεμο είναι τέτοιο που τα λόγια του χάνονται στον αέρα. Σώζει όμως από τα χέρια τους τον φίλο του Μουσταφά και τον φυγαδεύει κρυφά. Ο Τούρκος φεύγοντας του είπε δακρυσμένος: {…..Αυτά αργκαντάς τα πληρώνει ο Θεός…}. Προφητικές οι κουβέντες του. Όταν ο δημογέροντας πήγαινε στα Σώκια, να ζητήσει καράβια για την σωτηρία του χωριού, Τούρκοι τον συνέλαβαν. Θα τον εκτελούσαν αμέσως, αν δεν βρίσκονταν ένας Τούρκος στρατιώτης που προφασίστηκε ότι ήθελε εκείνος την χαρά να τον σκοτώσει. Όμως ο Θεός είναι μεγάλος, όχι μόνο δεν τον σκότωσε, αλλά τον πήγε στα Σώκια, όπου του χάρισε την ελευθερία του. Η κουβέντα του Μουσταφά βγήκε αληθινή, Τούρκο έσωσε, Τούρκος τον έσωσε.


Ας δούμε τα γεγονότα, όπως οι μαρτυρίες και τα γραπτά κείμενα του αρχείου του συλλόγου, τα περιγράφουν. Τις τραγικές εκείνες ώρες, τον Ιούλιο του 1922, όσοι συγχωριανοί μας μπορούσαν να μετακινηθούν κατάφυγαν στο νησάκι της Παναγίας, λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από την ακτή των Καρακουγίων. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης, περίπου 900 ψυχές βρήκαν προσωρινό καταφύγιο και ελπίδα στο νησί.
Στην μαρτυρία του Δρόσου Στυλιανού αναφέρονται οι πολλαπλές μετακινήσεις που ο ίδιος μαζί με άλλους χωριανούς του υπέστη. Γεννημένος το 1907 έζησε και περίγραψε τις δύσκολες εκείνες στιγμές με τα μάτια ενός παιδιού που τελικά ο πόλεμος μεταμόρφωσε σε άνδρα σε λίγο χρόνο. Η τακτική των Τούρκων (όπως αναφέρει) με τις άσκοπες μετακινήσεις του «ανδρικού» πληθυσμού αποσκοπούσε στην ηθική και οικονομική εξόντωση μας. Ο φόβος της εξορίας περιόριζε κάθε σκέψη μας για αντίδραση. Στα χωριά οι μάνες και οι γυναίκες μας, ήταν ανήμπορες και απροστάτευτες στις βάρβαρες διαθέσεις των Τούρκων. Οι ληστείες και οι εξευτελισμοί δεν προκαλούσαν πλέον εντύπωση σε κανέναν, είχαν γίνει καθημερινή πράξη. Περιγράφει επίσης το πανηγυρικό κλίμα που το χωριό έζησε με το άκουσμα της εισόδου του Ε.Σ. στα Σώκια. Πιστεύοντας ότι θα απελευθερωθούν οργάνωσαν ολόκληρη παρέλαση στον Γέροντα με όσα όπλα είχαν κρυμμένα. Όταν η σκληρή πραγματικότητα μαθεύτηκε, ότι οι Τούρκοι έρχονται στο χωριό, άτακτα έφυγαν για να κρυφτούν οι περισσότεροι. Τριάντα περίπου οικογένειες βρήκαν καταφύγιο στο εξωκλήσι του Αι’ Θανάση και άλλοι πολλοί στο νησί της Παναγίας. Οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, λιγοστοί οι άνδρες, έζησαν τον απόλυτο τρόμο τις ταραγμένες εκείνες στιγμές.
Άλλες προφορικές και γραπτές πηγές αναφέρουν ότι οι Γεροντιανοί στο νησάκι, δεν είχαν επαρκείς προμήθειες σε τρόφιμα και νερό. Έτσι από φυγάδες βρέθηκαν παγιδευμένοι. Την δυσμενή αυτή κατάσταση άλλαξε η ανδρεία και η αυταπάρνηση ενός τότε 20χρονου( πιθανό όνομα Ηρόδοτος Παξιμάδης), που με κίνδυνο της ζωής του κατάφερε μετά από περιπλάνηση οκτώ ημερών να φθάσει στην Έφεσο και να ειδοποιήσει τις ελληνικές αρχές. Αυτή είναι η μία εκδοχή. Υπάρχουν όμως και άλλες που αναφέρουν την βοήθεια στον απεγκλωβισμό από το νησάκι των Μανόλη Καίπα και του Σταμάτη Δρόσου σαν σωτήρια για τους χωριανούς. Ο πρώτος χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του στο παλάτι και τον τότε πρωθυπουργό Γούναρη Δ. και ο δεύτερος με την ηρωική του πράξη να ειδοποιήσει στην Σάμο τις αρχές, φθάνοντας εκεί με το δικό του καΐκι, έσωσαν πολλούς χωριανούς από την μανία των Τσετών. Η ανταπόκριση ήταν άμεση, αποστάληκαν δύο πλοία το αντιτορπιλικό «Αετός» και το κρουαζιερόπλοιο «Κωνσταντινούπολης» που βρισκόταν στην Ρόδο με αλλοδαπούς τουρίστες (!). Διασταυρώνοντας πληροφορίες απογόνων των πρωταγωνιστών, εντοπίσαμε την προσωπική μαρτυρία της Αφροδίτης Γιαννάκη καταγεγραμμένη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.), όπου μεταξύ άλλων, πολύ ενδιαφερόντων πληροφοριών, αναφέρει για το θέμα αυτό τα εξής:
«…Όσοι Γεροντιανοί έτυχε να βρεθούνε όξω από το χωριό, όπως ο Μανόλης Καίπας, ο Αλέξανδρος Καίπας, ο Σταμάτης ο Δρόσος, κάνανε ενέργειες κι έστειλε η ελληνική Κυβέρνηση τρία καράβια να πάρει τα γυναικόπαιδα από τον Γέροντα….». Δυστυχώς από την παραπάνω μάρτυρα, δεν αναφέρεται τίποτα περισσότερο για τη ιστορία στο νησάκι της Παναγίας, σήμερα Altin Ada (χρυσό νησί). Βρίσκουμε όμως και την δεύτερη εκδοχή για την “έξοδο”, από την μαρτυρία της Θεοδωρούλας-Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, που αναφέρουμε αυτολεξεί: […. Εκεί που ήμασταν μαζεμένοι, στις Παναγίας το νησί, ο Δρόσος που είχε δικό του καΐκι, άρχισε να λέει: -Πρέπει να πάμε στην Σάμο να ειδοποιήσουμε τις ελληνικές αρχές, να στείλουν καράβια να μας πάρουν. Κινδυνεύουμε εδώ. Από την άλλη μεριά του νησιού είναι τα τουρκοχώρια. Έτσι και πέσουν πάνω μας οι Τουρκαλάδες θα μας πετσοκόψουν. Δεν έχουμε ούτε ένα όπλο. Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε. Και για εμάς εδώ που βρισκόμαστε, μα και για τους άλλους που είναι πίσω στο χωριό. Βάζει την φαμέλια του και τους συγγενείς του μέσα στο καΐκι και πάει στην Σάμο. Αμέσως έτρεξε στις ελληνικές αρχές και τους είπε για τον κίνδυνο που μας απειλούσε. Έστειλαν το πολεμικό «Αετός», το «Κωνσταντινούπολη», καΐκια και φορτηγά. Έριξε βάρκες το πολεμικό και μάζεψε τον κόσμο από το νησί. Μετά τράβηξαν για τον Γέροντα……..].
Τα καράβια εμφανίστηκαν στην παραλία του Γέροντα στις 2 Ιουλίου 1922. Ομοβροντίες για ειδοποίηση ακούγονται, αλλά οι χωριανοί παραμένουν κρυμμένοι από φόβο μήπως είναι «μπαμπεσιά» των Τούρκων. Θάρρος παίρνουν στο άκουσμα των πρώτων ελληνικών εμβατηρίων και γρήγορα τρέχουν στους λυτρωτές τους. Πόσο πλανεμένοι είναι, οι περισσότεροι δεν θα περάσουν ποτέ το Αιγαίο. Στις προσωπικές σημειώσεις του Αλέξανδρου Καίπα αναφέρεται ξανά ο Δρόσος αλλά αυτή την φορά βοηθά στην διάσωση από την Σμύρνη: [….έτσι χάρις στην αποφασιστική ενέργεια του θείου Σταμάτη φύγαμε από την Σμύρνη χωρίς να ιδούμε τις τραγικότητες που πέρασαν άλλες οικογένειες. Και όχι μόνο εμείς αλλά και πολλοί ακόμη συγγενείς και φίλοι, που είχαν την ευκαιρία και την καλή μοίρα να επιβιβαστούν στο καίκι εκτός από τον ίδιο…..]. Ο Δρόσος δεν έφυγε ποτέ και κανείς δεν τον ξαναείδε ζωντανό. Παρέμεινε στην Σμύρνη, ακούγοντας την παράκληση του ανιψιού του Δημήτρη και συνεταίρου του στην εξαγωγή καπνών, με σκοπό να σώσουν την επιχείρηση τους.

Γέροντας Μικράς Ασίας - μετά την έξοδο

Μια συγκινητική όσο και σπάνια περιγραφή για την “μέρα μετά την έξοδο” :“......Η εντύπωση από το εσωτερικό των σπιτιών σπαρακτική. Τα ίχνη του πλιάτσικου ανεξίτηλα … Οι κάτοικοι του Γέροντα ζούσαν ζωή αζόριστη, ειρηνική. Ήσαν εργατικοί και απελάμβαναν μια σχετική άνεση. Οι κατοικίες τους ήσαν παστρικές, νοικοκυρεμένες. Βρήκαμε ακόμη, κομόντες, καναπέδες, εταζέρες, λάμπες πετρελαίου, παιδικά παιχνίδια, μηχανές ραψίματος, δίσκους γραμμοφώνου, εργαλεία, σύνεργα μαγειρικής….. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, με σφιγμένη καρδιά, ατενίζοντας την συμφορά. Η φυγή θα πρέπει να ήταν ξαφνική, ταχύτατη. Αλαφιασμένος ο κόσμος δεν είχε τον χρόνο να πάρη μαζί του τίποτα. Τα μαγαζιά τροφίμων και οι ταβέρνες είχαν ακόμη τους πάγκους και τα ράφια τους, τα κατάστιχα των λογαριασμών ήσαν σκισμένα στο πάτωμα, ανάκατα με θραυσμένα σκεύη και κάθε είδους σύντριμμα. Μια τραγική σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά: η σιωπή των νεκρουπόλεων. ….........Στο σχολείο οι πλιατσικολόγοι είχαν υπερβεί τον εαυτό τους. Τα πάντα ήσαν σπασμένα, σκισμένα, ποδοπατημένα……Τα σπίτια της πλατείας είχαν αυλές με δενδρύλλια και άνθη. Σε ένα από αυτά πρόσεξα πως κρέμονταν ακόμη στα παράθυρα ξεθωριασμένες γιρλάντες από χάρτινα ρόδα σε χρώμα γκρενά, κατάλοιπο προφανώς διακόσμου οικογενειακής γιορτής. Η φύση σιγά-σιγά κυρίευε τα πάντα…
…Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ακόμη γεμάτος εγκαταλελειμμένα μπαούλα που οι φυγάδες μες στην βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και τ’ άφησαν εκεί για περισσότερη ασφάλεια. Ήσαν κενά κι’ από τα περισσότερα έλλειπαν και οι κλειδαριές.
Μπήκαμε στο ναό. Απερίγραπτη η ερήμωση του….Από τα θωράκια του τέμπλου με τα κάπως αφελή τους σκαλίσματα και τον αδέξιο χρωματισμό, είχαν αφαιρεθή οι ιερές ζωγραφιές. Η αγία Τράπεζα σχισμένη στα δύο…»
(Απόσπασμα από το βιβλίο L’ Asie Mineure en ruines, Paris,1924. Συγγραφέας ο Saturnino Ximenez, που επισκέφθηκε με θαλαμηγό την δυτική Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1923.)
Τα συμπεράσματα δικά σας……..


Τα προηγούμενα προέκυψαν από την αποδελτίωση και έρευνα του αρχειακού υλικού του Πολιτιστικού και μορφωτικού συλλόγου Γέροντα Καβάλας “Ο Διδυμαίος Απόλλων”. Την σύνταξη και επιμέλεια του κειμένου ολοκλήρωσε το μέλος μας Βαρυπάτης Στέλιος.
Ο Σύλλογος ευχαριστεί θερμά όλους τους δωρητές αρχείων για την σημαντική τους συνεισφορά στην διάσωση και μετάδοση της ιστορίας μας.




[1] Καρά κούγια = μαύρα πηγάδια, προέχεται από την παραφθορά της τούρκικης λέξης «Καρά Κογιούν»

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Στην μνήμη των Μανόλη & Αλεξάνδρου Καίπα, Σταμάτη Δρόσου και Σπυριδονίδη Ι.

Αξίζουν για λόγους ιστορικούς να μνημονευθούν μερικά ονόματα που στις στιγμές εκείνες του διωγμού, βοήθησαν με ποικίλους τρόπους ώστε να σωθούν πολλοί συγχωριανοί τους. Αναφέρουμε τον Αλέξανδρο και Μανόλη Καίπα, τον Σταμάτη Δρόσο και τον Γιάννη Σπυριδονίδη σαν τους μόνους που γνωρίζουμε ονομαστικά.

Μανόλης & Αλέξανδρος Καίπας- Δρόσος Σταμάτης-Σπυριδονίδης Γιάννης


Ο ιατρός Μανόλης Καίπας, γιός του Δημήτρη Καίπα επίσης ιατρού, ο Αλέξανδρος Καίπας θείος του Μανόλη και συγκεκριμένα αδελφός του πατέρα του και ο Σταμάτης Δρόσος σύζυγος της Μαρουδιώς αδελφής του Αλεξάνδρου και Δημητρίου Καίπα, συγγενείς όλοι μεταξύ τους, αποτελούν τα τρία από τα πέντε πρόσωπα που η εισήγηση αυτή πραγματεύεται. Το επίθετο Καίπας προήλθε από την αλλαγή από το Χατζηιωάννου. Από τα πέντε αδέλφια, τα τέσσερα αποδέχθηκαν το Καίπας, ο Γιαννακός παρέμεινε στο αρχικό.
Όποιο όμως και αν ήταν το επίθετο, παραμένει το γεγονός ότι η οικογένεια αυτή έμελε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, στον απεγκλωβισμό των χωριανών από το νησάκι της Παναγίας καθώς και από τον Παλαιό Γέροντα.
Ο Σταμάτης Δρόσος, ήταν από τους πλουσιότερους της περιοχής. Εκανε εξαγωγές καπνού σε πολλές χώρες και ασχολούνταν εντατικά με εμπορικές δραστηριότητες. Οι μαρτυρίες λένε, ότι Σαμιώτες ληστές τον απήγαγαν και πήραν 2000 χρυσές για να τον ελευθερώσουν. Από το ποσό αυτό αντιλαμβανόμαστε και την οικονομική του κατάσταση.

Η Ιστορία
Ας δούμε τα γεγονότα, όπως οι μαρτυρίες και τα γραπτά κείμενα μας περιγράφουν.
Τις τραγικές εκείνες ώρες, τον Ιούλιο του 1922, όσοι συγχωριανοί μας μπορούσαν να μετακινηθούν κατάφυγαν στο νησάκι της Παναγίας, λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από την ακτή των Καρακουγίων, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης. Περίπου 900 ψυχές βρήκαν προσωρινό καταφύγιο και ελπίδα, στο νησί.
Υπάρχουν δύο εκδοχές της ίδιας ιστορίας για τους πρωταγωνιστές της διάσωσης. Από προφορικές πληροφορίες του κου Χατζηδημητρίου Θεοχάρη, παιδικά ακούσματα από τον πατέρα του, προκύπτει η μία εκδοχή, που παραθέτουμε ευθύς αμέσως:
Οι Γεροντιανοί στο νησάκι, δεν είχαν επαρκείς προμήθειες σε τρόφιμα και νερό. Έτσι από φυγαδευμένοι βρέθηκαν παγιδευμένοι. Από την άλλη οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν. Σε επαφή με την στεριά, προμηθεύονταν ότι τους ήταν απαραίτητο. Γνώριζαν ότι ήταν θέμα χρόνου να δουν την λευκή σημαία, από το νησάκι απέναντι τους. Την δυσμενή αυτή κατάσταση άλλαξε η ανδρεία και η αυταπάρνηση ενός τότε 20χρονου( πιθανό όνομα Ηρόδοτος Παξιμάδης), που με κίνδυνο της ζωής του, πέρασε νύκτα κολυμπώντας στην απέναντι ακτή. Από τα Καρακούγια, την παραλία του παλιού Γέροντα (παραφθορά του Καρά-κογιούν: μαύρα πηγάδια), περπάτησε μέχρι απέναντι από την Σάμο όπου πέρασε στο νησί πιθανά πάλι με κολύμπι. Εκεί ζήτησε από τις αρχές να επικοινωνήσουν με το παλάτι και τον ιατρό Καίπα Μανόλη. Μέχρι την στιγμή εκείνη κανείς δεν γνώριζε, όχι μόνο την κατάσταση των Γεροντιανών αλλά και χιλιάδων ανθρώπων στον πανικό που επικρατούσε. Για τον λόγο αυτό η ενημέρωση από τον νεαρό ήταν παραπάνω από σωτήρια για τους συμπατριώτες του. Σύμφωνα με την ιστορία μόλις ενημερώθηκε ο Μαν. Καίπας αμέσως επικοινώνησε με τα ανάκτορα και τον Βασιλέα Κωνσταντίνο τον Α΄. Η ανταπόκριση ήταν άμεση, αποστάληκαν δύο πλοία το αντιτορπιλικό «Αετός» και το κρουαζιερόπλοιο «Κωνσταντινούπολης» που βρισκόταν στην Ρόδο με αλλοδαπούς τουρίστες (!). Το πολεμικό αφού εμβόλισε κυριολεκτικά τα μικρά τουρκικά πλοιάρια, απεγκλώβισε τους παγιδευμένους από το νησί. Εδώ όμως συνέβη κάτι το τραγικό, το ένα πλοίο κατευθύνθηκε στην Σάμο και παρά την αθλιότητα των συνθηκών των προσφύγων, τουλάχιστον επέζησαν. Το δεύτερο όμως τους μετέφερε στην Σμύρνη, όπου πολλοί από αυτούς δεν κατάφεραν ποτέ να έρθουν στην Ελλάδα.
Την μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνει και ο Νικόλαος Σπανός, που την έχει ακούσει και αυτός από τον πατέρα του Γιώργο.
Αξίζει λοιπόν να μνημονευθούν οι δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής, για την βοήθεια τους στην διάσωση τόσων ψυχών. Ο νεαρός γιατί χωρίς την πρωτοβουλία του δεν θα είχε μαθευτεί τίποτα στην κυβέρνηση και ο ιατρός Καίπας για την προσωπική του εμπλοκή και χρήση της γνωριμίας του με το παλάτι και τον τότε πρωθυπουργό Δ. Γούναρη. Κέρδισε χρόνο που αποδείχθηκε σωτήριος σε μια τέτοια πιεστική κατάσταση.

Διασταυρώνοντας πληροφορίες απογόνων των πρωταγωνιστών, εντοπίσαμε την προσωπική μαρτυρία της Αφροδίτης Γιαννάκη καταγεγραμμένη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.), όπου μεταξύ άλλων, πολύ ενδιαφερόντων πληροφοριών, αναφέρει για το θέμα αυτό τα εξής:
«…Όσοι Γεροντιανοί έτυχε να βρεθούνε όξω από το χωριό, όπως ο Μανόλης Καίπας, ο Αλέξανδρος Καίπας, ο Σταμάτης ο Δρόσος, κάνανε ενέργειες κι έστειλε η ελληνική Κυβέρνηση τρία καράβια να πάρει τα γυναικόπαιδα από τον Γέροντα….».
Δυστυχώς από την παραπάνω μάρτυρα, δεν αναφέρεται τίποτα περισσότερο για τη ιστορία στο νησάκι της Παναγίας, σήμερα Altin Ada (χρυσό νησί).
Τον γιατρό Καίπα συναντάμε όμως και στο Βόλο όπου κατέληξε μετά την έξοδο. Εκεί βοηθά τους πρόσφυγες που βρίσκει από τον Παλιό Γέροντα. Ψάχνει στις καπναποθήκες και τις αποθήκες του σταθμού για συμπατριώτες του. Κάνει ότι μπορεί για να τους βοηθήσει. Είναι τώρα ιατρός στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Βόλου.
Τυχαία σχεδόν ανακαλύπτει την Θεοδωρούλα Χατζηδημητρίου που είναι εκεί με την νενέ (γιαγιά) και τα αδέλφια της. Πέρα από συγχωριανοί είναι και συγγενείς, ξάδερφος της από το σόι του πατέρα της.
Για δεύτερη φορά σωτήρας φαντάζει στα μάτια τους, τον κοιτάνε σαν άγιο. Ήρθε την στιγμή που η απελπισία τους είχε κυριεύσει. Κανονίζει να παίρνουν συσσίτιο από το ΣΤΡ ΝΣΚ, όπου για καλή τους τύχη ήταν μάγειρας ο Διπλός και αυτός από το χωριό.
Αργότερα όταν η νενέ πέθανε και τα εγγόνια έμειναν μόνα, ο γιατρός μεσολάβησε και τους έδωσαν σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό. Φρόντισε ακόμη το σπίτι να μην είναι γωνιακό αλλά από την μέσα μεριά, για περισσότερη ασφάλεια των παιδιών. Η βοήθεια συνεχίστηκε ακόμη κι όταν η Θοδωρούλα παντρεύτηκε. Ο Καίπας κανόνισε να μπει ο άντρας της αρχιφύλακας στην Shell.

Βρίσκουμε όμως και την δεύτερη εκδοχή για τους ευεργέτες, από την μαρτυρία της Θεοδωρούλας-Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, που αναφέρουμε αυτολεξεί:
[…. Εκεί που ήμασταν μαζεμένοι, στις Παναγίας το νησί, ο Δρόσος που είχε δικό του καΐκι, άρχισε να λέει: -Πρέπει να πάμε στην Σάμο να ειδοποιήσουμε τις ελληνικές αρχές, να στείλουν καράβια να μας πάρουν. Κινδυνεύουμε εδώ. Από την άλλη μεριά του νησιού είναι τα τουρκοχώρια. Έτσι και πέσουν πάνω μας οι Τουρκαλάδες θα μας πετσοκόψουν. Δεν έχουμε ούτε ένα όπλο. Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε. Και για εμάς εδώ που βρισκόμαστε, μα και για τους άλλους που είναι πίσω στο χωριό.
Βάζει την φαμέλια του και τους συγγενείς του μέσα στο καΐκι και πάει στην Σάμο. Αμέσως έτρεξε στις ελληνικές αρχές και τους είπε για τον κίνδυνο που μας απειλούσε. Έστειλαν το πολεμικό «Αετός», το «Κωνσταντινούπολη», καΐκια και φορτηγά. Έριξε βάρκες το πολεμικό και μάζεψε τον κόσμο από το νησί. Μετά τράβηξαν για τον Γέροντα……..].
Στην μαρτυρία αυτή, όπως παρατηρήσατε, δεν υπάρχει μνεία για τον Μαν. Καίπα, παρά φαίνεται σαν μοναδικός διαπραγματευτής ο Σταμάτης Δρόσος. Σαφώς και δεν συμπλέει με την προηγούμενη ιστορία της Αφροδίτης Γιαννάκη, που αναφέρει τον Δρόσο αλλά και τους αδελφούς Καίπα.
Η αλήθεια πρέπει να είναι κάπου στην μέση. Όπως και να συνέβη τελικά, όλοι τους οι αναφερόμενοι, είτε λιγότερο είτε περισσότερο ο καθένας, βοήθησαν στον απεγκλωβισμό των χωριανών τους, από το νησάκι και το χωριό.
Στις προσωπικές σημειώσεις του Αλέξανδρου Καίπα, αναφέρεται ξανά το όνομα του Σταμάτη Δρόσου. Αυτή τη φορά σαν υπαίτιο της διάσωσης και άλλων Γεροντιανών, αλλά από την Σμύρνη. Εκεί ενοικίασε ένα Καριώτικο (από την Ικαρία) καΐκι, που μάλιστα πλήρωσε στον καπετάνιο του 200 χρυσές λίρες, μεγάλο για την εποχή ποσό, ώστε να αδειάσει το κάρβουνο που μετέφερε και να μεταφέρει την οικογένεια του και άλλους χωριανούς του στην Ικαρία. Όπως αναφέρει ο Καίπας [….έτσι χάρις στην αποφασιστική ενέργεια του θείου Σταμάτη φύγαμε από την Σμύρνη χωρίς να ιδούμε τις τραγικότητες που πέρασαν άλλες οικογένειες. Και όχι μόνο εμείς αλλά και πολλοί ακόμη συγγενείς και φίλοι, που είχαν την ευκαιρία και την καλή μοίρα να επιβιβαστούν στο καίκι εκτός από τον ίδιο…..]. Ο Δρόσος δεν έφυγε ποτέ και κανείς δεν τον ξαναείδε ζωντανό. Παρέμεινε στην Σμύρνη, ακούγοντας την παράκληση του ανιψιού του Δημήτρη και συνεταίρου του στην εξαγωγή καπνών, με σκοπό να σώσουν την επιχείρηση τους.

Τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο, θα αναφέρουμε τον Δημογέροντα Γιάννη Σπυριδωνίδη ή Παπαοικονόμου. Άνθρωπος μορφωμένος και καλά πληροφορημένος, όπως η Ευαγ. Γεωργοπούλου αναφέρει, έσωσε και σώθηκε από Τούρκους.
Τον φίλο του Μουσταφά Εφέντη φυγάδευσε από το χωριό, για να τον γλυτώσει από μια άσκοπη επίδειξη παλικαριάς. Μες στην μέθη της αναμονής του ελληνικού στρατού, που ήλθε τελικά ηττημένος και όχι νικητής, μια παρέα ασυλλόγιστων νέων ήθελαν να τον «χαλάσουν» τον Μουσταφά, έτσι για την μεγάλη τιμή. Ο Σπυριδονίδης άνθρωπος συνετός και φίλος του, δεν τους άφησε και τον έσωσε από την κακιά στιγμή. Ο Τούρκος φεύγοντας του είπε δακρυσμένος: {…..Αυτά αργκαντάς τα πληρώνει ο Θεός…}. Προφητικές οι κουβέντες του. Όταν ο δημογέροντας πήγαινε στα Σώκια, να ζητήσει καράβια για την σωτηρία του χωριού, Τούρκοι τον συνέλαβαν. Θα τον εκτελούσαν αμέσως, αν δεν βρίσκονταν ένας Τούρκος στρατιώτης που προφασίστηκε ότι ήθελε εκείνος την χαρά να τον σκοτώσει. Όμως ο Θεός είναι μεγάλος, όχι μόνο δεν τον σκότωσε αλλά τον πήγε στα Σώκια, όπου του χάρισε την ελευθερία του. Η κουβέντα του Μουσταφά βγήκε αληθινή, Τούρκο έσωσε, Τούρκος τον έσωσε. Παρά τις παρακλήσεις και την επιμονή του να πείσει τον στρατηγό Βλαχόπουλο και τον συνταγματάρχη Ζεϊγκίνη, να στείλουν βοήθεια, δεν τα καταφέρνει.
Ο Γέροντας όπως και πολλά άλλα ελληνικά χωριά της Μικράς Ασίας δεν αξιώθηκε να δει μες στα σοκάκια του ελευθερωτή τον Έλληνα στρατιώτη. Η πρωτοβουλία του Σπυριδονίδη να ειδοποιήσει και η προσπάθεια του να σώσει το χωριό, με προφανή κίνδυνο της ζωής του, τον κατατάσσει ανάμεσα στους «γενναίους» του Γέροντα.
Τα καράβια εμφανίστηκαν στην παραλία του Γέροντα στις 2 Ιουλίου 1922. Ομοβροντίες για ειδοποίηση ακούγονται, αλλά οι χωριανοί παραμένουν κρυμμένοι από φόβο μήπως είναι «μπαμπεσιά» των Τούρκων. Θάρρος παίρνουν στο άκουσμα των πρώτων ελληνικών εμβατηρίων και γρήγορα τρέχουν στους λυτρωτές τους. Πόσο πλανεμένοι είναι, οι περισσότεροι δεν θα περάσουν ποτέ το Αιγαίο.
Λόγω ελλείψεως περαιτέρω στοιχείων, για την ώρα θα αρκεστούμε στην αποδοχή των λίγων γραπτών και προφορικών πληροφοριών που συλλέξαμε. Ελπίζουμε με την αποδελτίωση του αρχείου του Κ.Μ.Σ. και των ατομικών αρχείων που ευελπιστούμε να συγκεντρώσουμε από το Συμπόσιο, να αποκαλυφθούν νέα στοιχεία που θα αποσαφηνίσουν τα γεγονότα.

"1ο Πανγεροντιανό Συμπόσιο"- η απάντηση μας στην λήθη



Πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Μαΐου 2009 με μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα, στην Εστία Νέας Σμύρνης. Δεκάδες απόγονοι Παλαιογεροντιανών, από την Σάμο, τη Λέρο, τη Νάξο, την Κω, την Ρόδο, το Αγρίνιο, την Άρτα, την Θεσσαλονίκη, το Βόλο, τον Άγιο Νικόλαο, την Εύβοια, τη Λαμία, την Καβάλα και άλλα μέρη της Ελλάδας έδωσαν το «παρών» όπου μαζί με τους ‘’χωριανούς’’ της πρωτεύουσας αντάμωσαν σε ένα σημαντικό διήμερο Μνήμης και Γιορτής.
Στο Συμπόσιο παρουσιάστηκαν εμπειρίες-μαρτυρίες προσφύγων, φωτογραφίες του Γέροντα των αρχών του προηγούμενου αιώνα καθώς και φιλμ με σημερινές εικόνες από το χωριό στη Μικρά Ασία και τα διασωθέντα σπίτια των προγόνων. Ως σημαντικό στοιχείο Μνήμης και Πολιτισμού παρουσιάστηκαν βιβλία Ελλήνων Λογοτεχνών που αναφέρονται στο Μικρασιατικό Γέροντα και διαβάστηκαν ενδιαφέροντα αποσπάσματα τους. Τα μέλη του Χορευτικού Τμήματος του συλλόγου πραγματοποίησαν αναπαράσταση-αναβίωση του Γεροντιανού Γάμου, έτσι όπως οι πρόγονοι μας θυμούνται ότι γινόταν στην Πατρίδα. Σημαντική στιγμή η παρουσίαση του πολύτιμου αρχείου του Συλλόγου με σπάνιες φωτογραφίες, έγγραφα και χάρτες που μαρτυρούν την ζωή στο χωριό από το 1815 και έπειτα. Οι ιστορικές αναφορές που προέκυψαν από την προφορική μνήμη, σε πρόσωπα με καθοριστικό και σωτήριο ρόλο κατά τον διωγμό από την πολυπόθητη πατρίδα, εξέπληξε και συγκίνησε τους συμμετέχοντες. Οι εγκάρδιοι χαιρετισμοί Γεροντιανών από διάφορα μέρη της Ελλάδος (πολλοί εκ των οποίων ανακάλυψαν επί τόπου χαμένους συγγενείς τους), ήταν το αποκορύφωμα συγκίνησης του διημέρου και ανέδειξε την ιστορική σημαντικότητα του Συμποσίου. Δύο θαυμάσια Νεανικά Γεγονότα ομόρφυναν, λάμπρυναν και αγκάλιασαν με χρώματα, φρεσκάδα και έμπνευση το Συμπόσιο. Δισέγγονα και τρισέγγονα προσφύγων παρουσίασαν μια έκθεση Ζωγραφικής με θέμα το Μικρασιατικό Γέροντα και Κείμενα-Σκέψεις με θέμα την εγκατάσταση των Προσφύγων στις Νέες Πατρίδες και τον αγώνα τους για νέο ξεκίνημα και προκοπή. Επιστέγασμα της συνάντησης αποτέλεσε το συγκινητικό αντάμωμα όλων των συμμετεχόντων και η σύσφιξη των σχέσεων σε ένα γνήσιο Μικρασιατικό γλέντι με ούτια, βιολιά και λαούτια . Υπόσχεση του Συλλόγου καθώς και όλων των συμμετεχόντων να συνεχίσουν με αλληλεγγύη και μεγαλύτερο πάθος την προσπάθεια για την διατήρηση και την διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς του αλησμόνητου Μικρασιατικού Γέροντα. Το 2ο Πανγεροντιανό Συμπόσιο θα πραγματοποιηθεί το 2010 με ακόμη πιο υψηλούς στόχους στην πόλη της Καβάλας.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Αλή Σαντίκ Εφέντης, ένας "εχθρός" σωτήρας.

Είναι η μοίρα των ανθρώπων ίσως, να κρίνονται από το χρώμα, την θρησκεία τους, τις εξουσίες στις οποίες συχνά πρέπει να υπακούν και όχι πάντα από τις πράξεις τους. Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Αλλή Σαντίκ Εφέντη, Τούρκου αστυνόμου βαθμοφόρου στον Π. Γέροντα, που η αυτοθυσία του, έσωσε πολλούς Γεροντιανούς από σίγουρο θάνατο. Παράξενο, ως και αλλόκοτο, ένας υπηρέτης της τουρκικής απολυταρχίας, να γίνει ο σωτήρας των αλλοθρήσκων του. Να επιδείξει τέτοια αυτοθυσία, αμεροληψία και ηρωισμό, υπέρ των Ελλήνων, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακόμη και σαν ήρωας μας. Δεν γνωρίζω το τέλος του μετά την "αποστασία" ή την ανυπακοή στις διαταγές των ανωτέρων του, αλλά εύχομαι να ήταν καλό. Οι συνέπειες ήταν γνωστές και ο ίδιος τις γνώριζε, αλλά τις αγνόησε για το καλό των "άπιστων" κατοίκων του Γέροντα. Πέρα από τις σημερινές "εκ του ασφαλούς" εκδηλώσεις ειρήνης και αλληλεγγύης των λαών, ο Σαντικ Εφέντης ήταν ο πρώτος, που σε συνθήκες δύσκολες, επικίνδυνες και φανατισμού, απέδειξε ότι ο άνθρωπος, δεν έχει πολιτικά και θρησκευτικά όρια, παρά μόνο αυτά της ψυχής του.{.......Ένας Άνθρωπος βρέθηκε τότε, εκείνες τις ανήσυχες ημέρες, στο Γέροντα. Και ήταν Τούρκος! Ήταν ο νέος διοικητής της περιοχής. Ήταν ο Αλής Σαντίκ Εφέντης. Ο νόμος τον διέτασσε να προχωρήσει σε ενέργειες τρομερές: «να μας βγάλει όλους από τον τόπο ή να μας σκοτώσει». Έτσι διέτασσε ο Νόμος και ο Αλή Σαντίκ εφέντης έπρεπε να εκτελέσει τον νόμο. Μα πώς; Διάβαζε την διαταγή ο Αλή Σαντίκ και κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο του. Να διώξει τους ανθρώπους από τον τόπο τους;…Να τους σκοτώσει;… Μ’ αυτός δεν είναι πλασμένος από την πάστα των φονιάδων. Αυτός είναι γεννημένος για ν’ αγαπά, για να χαρίζει την ελπίδα, για να δίνει την χαρά…Έπειτα υπάρχει απάνω από όλους ο Θεός, που βλέπει τα πάντα, που δεν θέλει να γίνεται το κακό, που αργά αλλά σίγουρα τιμωρεί. Γιατί λοιπόν αυτός θα ενεργήσει αντίθετα προς το θέλημα Του; Όχι. Ας διατάσσουν οι νόμοι, ας απαιτούν οι ανώτεροι. Αυτός όχι μόνο δεν θα βάψει τα χέρια του με το αίμα αθώων, αλλά και θ’ αγωνισθή, όσο γίνεται, για να αποτρέψει και τους άλλους. Δεν θα αφήση, έτσι αποφασίζει καθώς σκυφτός από την συλλογή αγρυπνεί όλη νύκτα, να εξευτελιστούν γέροντες, ν’ ατιμαστούν παρθένες, να βουτηχτούν στο αίμα μικρά παιδιά. Γιατί και αυτός έχει μικρά παιδιά που τα’ αγαπάει, γιατί κι’ αυτός έχει κορίτσι που το καμαρώνει, γιατί είναι άνθρωπος, και πρέπει κάποτε να παραδώσει ολοκάθαρη στα χέρια του Θεού την ψυχή του….}
Η δύναμη όμως και η γενναιότητα αυτού του άνδρα, φαίνεται στις παρακάτω σειρές;
{…ξέρει πως η παράβαση της διαταγής έχει βαρύτατες επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του, πως μπορεί να την πληρώσει με την ζωή του. Μα αυτή η σκέψη δεν τον κάνει διστακτικό. Γιατί ξέρει πως η ζωή δεν έχει καμιά αξία, δεν μπορεί να είναι ύσυχη, όταν συνοδεύεται από κατάρες και τα αναθέματα των αθώων…}
{…Κρατάει λοιπόν στα χέρια του την μαύρη διαταγή ο Αλή Σαντίκ εφέντης και δεν την εκτελεί…..Έβγαλε μάλιστα και διαταγή: «Αν γίνει επίθεση τσέτηδων στο χωριό, οποιαδήποτε ώρα κι’ αν είναι, να ζητάμε αμέσως βοήθεια.» Η διαταγή τέλειωνε με την υπόσχεση πως αμέσως θα έστελνε στρατό να αποκαταστήση την τάξη. Και την υπόσχεση την κράτησε πέρα για πέρα….»
{…Ολοζώντανη παραμένει στο νου πολλών Γεροντιανών ακόμη και σήμερα η ανάμνηση του αγαθού Αλή Σαντίκ, του προστάτη τους. Μερικοί των μνημονεύουν και στην προσευχή τους. Πιστεύουν ότι έχει τοποθετηθεί «εν χώρα δικαίων», σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της αιώνιας γαλήνης, και παρακαλούν τον θεό να δροσίζη το συλλογισμένο μέτωπο του με μυρωμένο αέρι, που απαλά κατεβαίνει από τις πλαγιές και τα ρουμάνια των Δίδυμων βουνών…}Στις παρένθεσεις : Περικοπές από το βιβλίο "Ο Μικρασιατικός Γέροντας" της Ευαγ. Γεωργοπούλου, 1972, σελ. 41-43.
Όπου υπάρχει πίστη, υπάρχει και δίκιο. Δεν γνωρίζω τι απέγινε ο ήρωας αυτός, ποια ήταν η τύχη του. Τουλάχιστον όμως σώθηκε από τους Γεροντιανούς, όπως ο ίδιος τους είχε σώσει.
{…Σαν είδαν όμως οι Γεροντιανές ότι οι στρατιώτες πήγαιναν προς το τουρκικό καρακόλι[1], έτρεξαν να προστατέψουν τον ευεργέτη του χωριού, τον καλό Αλή Σαντίκ Εφέντη, τον άνθρωπο που δεν λογάριασε τις διαταγές και τους προστάτεψε. Τον πήραν στα χέρια και τον έφεραν μπροστά στους έλληνες στρατιώτες. Εκείνοι τον ευχαρίστησαν…}
Περικοπή από το βιβλίο "Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια" της Ελένης. Καρτσαγκούλη, 1995, σελ. 108.
Μήπως αξίζει μια μνεία, ή ένα μνημείο στον Αλή Σαντίκ Εφέντη, ή μήπως όχι, επειδή ήταν Τούρκος;
Πριν απαντήσει ο καθένας, ας το σκεφθεί καλά……….

[1] Αστυνομικός Σταθμός

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Λίγο μετά την «Έξοδο»

Απόσπασμα από το βιβλίο L’ Asie Mineure en ruines, Paris,1924. Συγγραφέας ο Saturnino Ximenez, που επισκέφθηκε με θαλαμηγό την δυτική Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1923.

«…….Διόλου δεν αναμέναμε τέτοια έκπληξη στην θέα του ελληνικού χωριού που περιβάλλει το Διδυμείον. Πηγαίναμε να επισκεφθούμε ένα από τα πιο διάσημα αρχαιολογικά μνημεία της Μικρασίας, του οποίου οι τρεις όρθιοι κίονες που κυριαρχούν στο τοπίο, προσήλωναν το βλέμμα από μακριά. Μπαίνοντας όμως στον Γέροντα, η θέα των αρχαιοτήτων έσβησε και μας συνεπήρε και στιγμιαία επεβλήθη η θέα των πραγμάτων του σήμερα….
Δεν βρήκαμε ερειπωμένο τον ελληνικό οικισμό. Απλά εγκαταλελειμμένο. Τα σπίτια να στέκουν ακατοίκητα, διατηρώντας πολλά από τα αντικείμενα του νοικοκυριού καθώς και την επίπλωση τους. Παντού βλέπεις παραβιασμένα σεντούκια, ξεσκισμένα και ψαγμένα στρώματα, ξηλωμένα στο πάτωμα σανίδια.
Η εντύπωση από το εσωτερικό των σπιτιών σπαρακτική. Τα ίχνη του πλιάτσικου ανεξίτηλα <…> Οι κάτοικοι του Γέροντα ζούσαν ζωή αζόριστη, ειρηνική. Ήσαν εργατικοί και απελάμβαναν μια σχετική άνεση. Οι κατοικίες τους ήσαν παστρικές, νοικοκυρεμένες. Βρήκαμε ακόμη, κομόντες, καναπέδες, εταζέρες, λάμπες πετρελαίου, παιδικά παιχνίδια, μηχανές ραψίματος, δίσκους γραμμοφώνου, εργαλεία, σύνεργα μαγειρικής. Όλα πεταμένα εδώ κι’ κει, συντρίμμια. Σ’ ένα μισάνοικτο συρτάρι ανακαλύψαμε ένα κουτί πούδρας ρυζιού και άλλα ψιμύθια της γυναικείας φιλαρέσκειας. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, με σφιγμένη καρδιά, ατενίζοντας την συμφορά. Η φυγή θα πρέπει να ήταν ξαφνική, ταχύτατη. Αλαφιασμένος ο κόσμος δεν είχε τον χρόνο να πάρη μαζί του τίποτα. Τα μαγαζιά τροφίμων και οι ταβέρνες είχαν ακόμη τους πάγκους και τα ράφια τους, τα κατάστιχα των λογαριασμών ήσαν σκισμένα στο πάτωμα, ανάκατα με θραυσμένα σκεύη και κάθε είδους σύντριμμα. Μια τραγική σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά: η σιωπή των νεκρουπόλεων. …....
……..Στο σχολείο οι πλιατσικολόγοι είχαν υπερβεί τον εαυτό τους. Τα πάντα ήσαν σπασμένα, σκισμένα, ποδοπατημένα. Μαζέψαμε από κάτω ένα ελληνικό βιβλίο, το βίο του αγίου Θύρσου, χριστιανού των Διδύμων που μαρτύρησε στην Μίλητο. Ζωγραφιές, σχολικά τετράδια, αναγνωστικά και προσευχητάρια, όλα καταγής φύλλο-φτερό. Τα σπίτια της πλατείας είχαν αυλές με δενδρύλλια και άνθη. Σε ένα από αυτά πρόσεξα πως κρέμονταν ακόμη στα παράθυρα ξεθωριασμένες γιρλάντες από χάρτινα ρόδα σε χρώμα γκρενά, κατάλοιπο προφανώς διακόσμου οικογενειακής γιορτής. Η φύση σιγά-σιγά κυρίευε τα πάντα <…>
Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ακόμη γεμάτος εγκαταλελειμμένα μπαούλα που οι φυγάδες μες στην βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και τ’ άφησαν εκεί για περισσότερη ασφάλεια. Ήσαν κενά κι’ από τα περισσότερα έλλειπαν και οι κλειδαριές.
Μπήκαμε στο ναό. Απερίγραπτη η ερήμωση του. Πατούσαμε πάνω σε σωρούς από σανίδες, σπασμένα στασίδια, ξύλινα στολίδια, εικόνες, σταυρούς, πολυελαίους, αναλόγια, όλα συντρίμμια. Από τα θωράκια του τέμπλου με τα κάπως αφελή τους σκαλίσματα και τον αδέξιο χρωματισμό, είχαν αφαιρεθή οι ιερές ζωγραφιές. Η αγία Τράπεζα σχισμένη στα δύο. Αποσπούμε από τα χαλάσματα αγιογραφημένα πινάκια, φύλλα βιβλίου λειτουργικού και λίγες σελίδες από την Καινή Διαθήκη, βεβηλωμένες και κομμένες σε λουρίδες…»

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Αναζητώντας το πατρικό μου.........



Το χωριό όπως το είδαμε το 1972. Οι φωτογραφίες είναι στις σκάλες του"βαπτισμένου" πατρικού μας και στο πηγάδι που πιστέψαμε τότε ότι ανήκε στο σπίτι.






Για μήνες περίμενα με αγωνία, την εκδρομή αυτή το Απρίλιο του 2008, στον Παλαιό Γέροντα. Είχα 35 ολόκληρα χρόνια να δω το χωριό των προγόνων μου. Τελευταία φορά το 1972, εξάχρονο αγοράκι τότε, με κοντά παντελόνια, είχα πάει με τους γονείς και τους θείους μου. Τι να θυμάμαι, λίγες εικόνες από τα ερείπια του χωριού, μπερδεμένες κι αυτές και ότι έβλεπα στις λίγες θολές φωτογραφίες που τραβήξαμε. Ψάξαμε και τότε για το πατρικό της γιαγιάς μου, νομίσαμε ότι το είχαμε βρει μάλιστα. Μας είπαν ότι ήταν κοντά σε ένα πηγάδι. Εμείς από την αγωνία μας, βαφτίσαμε "Πατρικό" το πρώτο σπίτι που είχε πηγάδι, λες και μόνο ένα πηγάδι υπήρχε. Στα χρόνια που πέρασαν καταλάβαμε ότι ο "ευσεβής πόθος" μας οδήγησε σε λάθος συμπεράσματα.


Έτσι, το "βάρος" του εντοπισμού του πατρικού, έπεσε πάνω μου. Με τα πολλά φθάσαμε στις 2 Απριλίου, έπειτα από ταξίδι περίπου 16 ωρών, στο πολυπόθητο προορισμό μας. Τόσο το σκοτάδι, όσο και η κούραση, δεν μου επέτρεψαν να χαρώ την πρώτη θέα του χωριού. Δάκρυσα όμως βλέποντας τις θεόρατες κολώνες του Ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα να υψώνονται ως τον ουρανό. Πόσο μικρός αισθάνθηκα μπροστά σ' αυτό το μεγαλείο. Το λεωφορείο προχώρησε και μαζί του η απογοήτευση από την δεύτερη εντύπωση.


Ο πλούσιος άλλοτε κάμπος, που από όλα τα σημεία του αγνάντευε την θάλασσα, γέμισε κακόγουστες οικοδομές και τσιμέντο, αυτό που κάποιοι ονομάζουν ανάπτυξη. Οι ελιές ξεριζώθηκαν και στην θέση τους φύτρωσαν καταστήματα και πολυκατοικίες. Λίγα είναι αυτά που γλύτωσαν από την μανία του «πολιτισμού». Αντί για γρασίδι, πατούσα στην λάσπη και την άσφαλτο, ενώ την γλυκιά μυρουδιά της βροχής, πρέπει χιλιόμετρα μακριά να την αναζητήσεις.


Ίσως να είναι πολύ πρόσφατες οι μνήμες από την επίσκεψη μου στα χώματα των προπατόρων μου και έτσι δεν έχω καθαρή εικόνα. Για ένα είμαι σίγουρος όμως, δεν νιώθω μόνο χαρά που είδα, μύρισα, αφουγκράστηκα, περπάτησα όλα αυτά που σχεδόν ένα αιώνα πριν, οι πρόγονοι μου είχαν γευθεί. Μια νότα θλίψης, για τις αλλαγές που το μέρος έζησε, με συνόδευε σχεδόν σε όλο το ταξίδι αυτό της μνήμης.



Τα συναισθήματα αυτά, ισορρόπησαν, η θερμή υποδοχή μας από τους τωρινούς κατοίκους, οι αγκαλιές και οι ευχές τους, το χαμόγελο τους στην παρουσία μας. Πέρα από τις επισημότητες και τις ομιλίες των δημάρχων και νομαρχών, που και από τις δύο πλευρές ήταν εκεί, οι απλοί άνθρωποι έκαναν την διαφορά. Ο γερό Αχμετ που με δυσκολία περπατούσε, αλλά με γύρισε σε όλο το χωριό, προσπαθώντας να με βοηθήσει να βρω το πατρικό μου, ο Μουσταφά που τελικά ήταν το κλειδί στην έρευνα αυτή, αλλά και άλλοι μου πρόσφεραν την βοήθεια τους απλόχερα και από καρδιάς. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.


Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με την αγωνία και την προσδοκία της "ανακάλυψης" του πατρικού. Από το πρωί ήμουν σε υπερένταση. Μετά την επίσκεψη στον Ναό, δεν έβλεπα την ώρα να ξεχυθώ στα σοκάκια για να αναζητήσω οποιαδήποτε πληροφορία θα με οδηγούσε στο σπίτι. Άραγε θα υπήρχε έστω και ένας τοίχος έστω και ερείπιο αλλά όρθιος, μήπως στην θέση του έβρισκα κάποια αλάνα; αν κατοικούνταν ποια θα ήταν η αντίδραση των ιδιοκτητών στην παρουσία μου; Διάφορες σκέψεις με τριγύριζαν, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να με αποθαρρύνουν Ακόμη και ένα σκέτο οικόπεδο να ήταν, κάποτε οι πρόγονοι μου έζησαν σε αυτό.
Ένα σκαρίφημα του χωριού, από τον πατέρα του Τάκη, όπου ήταν σημειωμένο "το σπίτι του Σπανού", ήταν το μόνο μου στοιχείο. Περιπλανήθηκα επί ώρες στα άδεια σοκάκια, είδα με προσοχή όλα τα σημάδια, έψαχνα με λαχτάρα το πηγάδι και την εκκλησία του Άι Γιώργη. Αυτά ήταν τα δύο γνωρίσματα για τον εντοπισμό. Ο Αχμετ, σχεδίασε και αυτός το χωριό, μια και είχε γεννηθεί εκεί, αλλά παρά την καλή του πρόθεση, μάλλον με περιέπλεξε παρά με βοήθησε. Το γκρουπ είχε ήδη φύγει, η ώρα είχε πάει τρεις και μισή και είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Σκέφθηκα τον Τάκη, είχε επισκεφθεί το χωριό πολλές φορές και το γνώριζε, είχε φίλους Τούρκους που μπορούσαν να βοηθήσουν. Υπέθεσα ότι είχε φύγει με τους υπολοίπους για τα Καρακούγια (Μαύρα πηγάδια), δηλαδή τον παραλιακό Γέροντα που τώρα ονομάζεται Γενί-Κιόι (νέο χωριό). Ψάχνοντας για ταξί κατέληξα στον ξενώνα "Μέδουσα" του Μουσταφά, όπου όμως με περίμεναν πολλές εκπλήξεις. Οι κόποι μου αποζημιώθηκαν και ο κοινός Θεός όλων των ανθρώπων, συμμερίστηκε την αγωνία μου. Ο Τάκης με την γυναίκα του και φίλους Τούρκους ήταν εκεί, ξέμειναν στις μνήμες για καλή μου τύχη. Έπαιρναν το τσάι τους στην φιλόξενη αυλή του ξενώνα. Φυσικά και ο Μουσταφά. Με έκπληξη με κοίταξαν και ρώτησαν γιατί ξέμεινα. Με την απάντηση μου, ήρθε και το τέλος της αναζήτησης. Δεν θα ξεχάσω την φυσικότητα με την οποία ο Τάκης μου απάντησε: - Γιατί δεν με ρωτούσες; ο Άι Γιώργης είναι πίσω από τον ξενώνα αυτό και το πατρικό σου απέναντι ακριβώς. Έμεινα άφωνος, χρειάστηκα λίγο χρόνο για να συνέλθω Πριν ακόμη προλάβω να ξεζαλιστώ, μου ήρθε και δεύτερος κεραυνός, από τον Μουσταφά αυτή την φορά: - Αν είναι σωστό το μέρος που λέει ό Τάκης, τότε το έχω αγοράσει και έχω χτίσει την προέκταση του ξενώνα μου εκεί. Το πηγάδι που μου λες, το μπάζωσα πριν λίγα χρόνια και ήταν ακριβώς μπροστά. Ήταν απίστευτη η εξέλιξη. Με μιας σηκωθήκαμε και τρέξαμε στην πίσω αυλή. Σαν μικρά παιδιά πηδήξαμε τον μαντρότοιχο και βρεθήκαμε στο παλιό χριστιανικό νεκροταφείο. Εκεί, απέναντι ακριβώς, σε λίγα μόνο μέτρα, βρίσκονταν το πατρικό μου. Τα συναισθήματα δεν περιγράφονται, την χαρά και συγκίνηση μου συμμερίζονταν όλοι, το έβλεπες στα υγρά μάτια και στο χαμόγελο τους. Διπλή η χαρά γιατί βρέθηκε και το χριστιανικό νεκροταφείο, που μου είχε δείξει ώρες πριν ο Αχμετ, αλλά οι χωριανοί της εκδρομής δεν γνώριζαν. Ειρωνεία, είχα περάσει από εκείνο το σημείο δύο φορές, είχα δει τα απομεινάρια του πλατύσκαλου του Άι Γιώργη, είχα βρει κάποια αρχιτεκτονικά μέλη της εκκλησίας, στην περίφραξη του νεκροταφείου εντοιχισμένα ή διάσπαρτα μέσα στην βλάστηση, αλλά δεν κατάλαβα ότι αυτά ήταν τα σημάδια για το σπίτι. Πέρασα το μικρό δρομάκι και βρέθηκα στην αυλή του προπάππου μου. Τσιμέντο και πλάκες παντού, τίποτα δεν έμεινε από τον παλιό "οντά". Ακόμη και οι δάφνες με την μικρή λεμονιά, ήταν φυτεμένα χρόνια μετά την φυγή της οικογένειας μου. Ίσως κάποιες πέτρες στον τοίχο της περίφραξης, να ήταν πράγματι "πρωτότυπες". Στο μέρος που κάποτε υπήρχε το σπίτι, ο νέος ξενώνας του Μουσταφά, άκομψος και λιτός, αλλά τελικά με μια παραξενιά της τύχης. Ο πρώτος του ξενώνας, ήταν το σπίτι της οικογένειας Χατζηφωτεινού που έφυγε στην Κρήτη με την ανταλλαγή. Μια παρόμοια ιστορία εξελίχθηκε όταν ο Κωστής Χ"φωτεινός αναζήτησε το πατρικό του. Μόνο που ήταν τυχερός, το σπίτι διατηρήθηκε, επιδιορθώθηκε και μεταμορφώθηκε σε έναν υπέροχο ξενώνα - λαογραφικό μουσείο. Αντίθετα στην δικιά μου περίπτωση, δεν έμεινε τίποτε που να θύμιζε το παλιό σπίτι.

Ας μην είμαι αχάριστος όμως, βρήκα αυτό που έψαχνα και γέμισα την ψυχή μου με εικόνες και ανακούφιση.
Τα πειράγματα από την παρέα δεν άργησαν: - Άντε κι΄άλλος Χ'φωτεινός. Να γράψεις βιβλίο και εσύ, να συνεχίσεις την παράδοση. Όποιος είχε σπίτι του Μουσταφά πρέπει να είναι συγγραφέας!
Με την επιστροφή μου στο ξενοδοχείο, έφερα μαζί μου και ένα μικρό χαλίκι από την αυλή. Το έδωσα στην μητέρα μου. Το κράτησε σφικτά και με κοίταξε, κατάλαβα το τι σήμαινε για αυτήν. Το τελευταίο βράδυ, στο γλέντι της επιστροφής, έμαθα ότι ο Άι Γιώργης ανατινάχθηκε από τον Τουρκικό στρατό για χρήση των υλικών στην κατασκευή στρατώνα το 1940. Το ελληνικό νεκροταφείο, που ήταν στην αυλή του, χρησιμοποιήθηκε σαν χωράφι. Τίποτα δεν έμεινε σε αυτό που να μαρτυρά την χρήση του. Σβήστηκαν οι μνήμες με μιας, γιατί άραγε;
Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν με επισκέψεις στην Μίλητο, Έφεσσο, Αφροδισιάδα, Πριήνη, Ιεράπολη και Παμούκαλε. Εντυπωσιακά όλα τους μνημεία, ενός μεγάλου πολιτισμού.


Στη σκέψη μου όμως, πάντα είχα τον Γέροντα.......










Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Το όνομα Γέροντας

Απόσπασμα της μαρτυρίας της Θεοδωρούλας Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, από το βιβλίο της Ελένης Γ. Καρτσαγκούλη "Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια"-Δημοτική Βιβλιοθήκη Ν. Ιωνίας, εκδ. ΩΡΕΣ 1995.

"....Γεννήθηκα στον Γέροντα. Το χωριό ήταν χτισμένο γύρω από τα ερείπια του αρχαίου ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα. Οι πρώτοι κάτοικοι του, ήταν σαμιώτες ναυτικοί. Έφευγαν από τον τόπο τους την εποχή του θερισμού και περνούσαν απέναντι στα παράλια της Μικρασίας για να δουλέψουν.

Είδαν, όμως, ότι το μέρος αυτό ήταν έφορο και αποφάσισαν να μείνουν μόνιμα εκεί. Γύρω από το ιερό ήταν ένας μικρός τούρκικος συνοικισμός. Οι Σαμιώτες δεν ήθελαν τους Τούρκους μεσ' τα πόδια τους. Κι ως τετραπέρατοι Ρωμιοί, πήγαν και βρήκαν τον τούρκο πασά της περιοχής και, χωρίς πολλές κουβέντες του ζήτησαν να απομακρύνει τον τούρκικο συνοικισμό από το "Ιερόν". Κι αυτοί με την σειρά τους, σαν καλοί γεμιτζήδες και μάστορες που ήταν, θα του έφτιαχναν όση πίσσα ήθελε για τα καϊκια του. Ο πασάς άλλο που δεν ήθελε, γιατί ήξερε ότι οι Ρωμιοί ήταν καλοί μάστορες, ενώ οι Τούρκοι δεν τα' χαν ποτέ καλά με την θάλασσα.


Έτσι ο τούρκικος συνοικισμός έφυγε, πήγε πιο πέρα και χτίσθηκε ένα άλλο χωριό που ονομάσθηκε Τουρκογέροντας. Οι Ρωμιοί έχτισαν και αυτοί το χωριό τους, γύρω από το ιερό, που με τα χρόνια πρόκοψε, μεγάλωσε και απλώθηκε στους γύρω λόφους.


Άλλοι, όμως, λένε ότι - στα πολύ παλιά χρόνια- ένας γέροντας ανέβηκε ν' ασκητεύσει πάνω σε μια κολώνα του ιερού. Όταν το' μαθε ο κόσμος από τα γύρω χωριά πήγαινε να το δει.


-Που θα πάτε;


-Στον γέροντα


Σιγά - σιγά κτίσθηκαν και λίγα σπίτια γύρω - γύρω, που με τα χρόνια έγιναν περισσότερα και έτσι έμεινε το όνομα Γέροντας στο χωριό...."

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

Το πλοίο της Σωτηρίας


«…Όσοι Γεροντιανοί έτυχε να βρεθούνε όξω από το χωριό, όπως ο Μιχάλης Καίπας, ο Αλέξανδρος Καίπας, ο Σταμάτης ο Δρόσος, κάνανε ενέργειες κι έστειλε η ελληνική Κυβέρνηση τρία καράβια να πάρει τα γυναικόπαιδα από τον Γέροντα….» (προσωπική μαρτυρία της Αφροδίτης Γιαννάκη καταγεγραμμένη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.)

Είναι γνωστή η ιστορία πλέον με τον εγκλωβισμό των Γεροντιανών, στο μικρό νησάκι της "Παναγίας", απέναντι από την παραλία των "Καρακουγίων". Χωρίς τις ενέργειες του ιατρού Καίπα, του αδελφού του και του Δρόσου Σ., πιθανά πολλοί από εμάς δεν θα είχαμε γεννηθεί.
Υπάρχει επιβεβαίωση της μαρτυρίας, για τα συμβάντα στο νησάκι της Παναγίας και από τον Ν. Σπανό, όπως επίσης και ένα παράπονο για τους ήρωες αυτής της διάσωσης, το οποίο παραθέτουμε επακριβώς με τα λόγια του μάρτυρα:
«…τέτοια αδιαφορία από τον κόσμο τον παλιό, φοβερή κατάσταση, να τον αγνοήσουν τον Καίπα τελείως…και ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν Βασιλικός και δεν του είχαν δώσει την δέουσα προσοχή, αυτήν που του έπρεπε. Ενώ αυτός βοήθησε όλους αυτούς, θα τους σκοτώνανε όλους, δεν θα έμενε κανείς, τίποτα…». Τα συμπεράσματα δικά σας.....
Όταν τα πλοία πλησίασαν και έτρεψαν σε άτακτη φυγή τα μικρά τούρκικα καΐκια, μια ανάσα ζωής αναπτέρωσε τις ελπίδες των πολιορκουμένων. Η σωτηρία είχε φανεί, τα ονόματα των πλοίων ποτέ δεν θα ξεχνιόταν, πως άλωστε να λησμονήσει κανείς τους σωτήρες του. Οι μαρτυρίες λένε για το αντιτορπιλικό "Αετός", το επιβατικό "Κωνσταντινούπολης" ενώ το όνομα του τρίτου πλοίου που αναφέρει η Α. Γιαννάκη, είναι άγνωστο και η ύπαρξή του αμφισβητείται. Στοιχεία μπορέσαμε να εντοπίσουμε μόνο για το πολεμικό πλοίο "Αετός" τα οποία παραθέτουμε αμέσως παρακάτω :


[.......Το ΑΕΤΟΣ και τα ιδίου τύπου ΛΕΩΝ, ΠΑΝΘΗΡ και ΙΕΡΑΞ απετέλεσαν την Μοίρα των περίφημων "Θηρίων". Αγοράσθηκαν έτοιμα για παράδοση αντί 148.000 λιρών το καθένα από τα αγγλικά ναυπηγεία Camel Laird στο Λίβερπουλ, όταν ο βαλκανικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Τα πλοία αυτά είχαν αρχικά παραγγελθεί από την Αργεντινή. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1912 ύψωσαν την ελληνική σημαία, αν και είχαν ακόμη ξένα πληρώματα. Τα πλοία απέπλευσαν ανεξάρτητα, με προορισμό το Αλγέρι, όπου περίμενε το επίτακτο ΙΩΝΙΑ με τα ελληνικά πληρώματα. Το ΑΕΤΟΣ, όταν εισήλθε στη Μεσόγειο, έπαθε σοβαρή βλάβη και έμεινε ακυβέρνητο. Κατά σύμπτωση, πέρασε κοντά του ένα από τα άλλα αντιτορπιλικά και το ρυμούλκησε στο Αλγέρι. Πυρομαχικά αγοράσθηκαν τα απολύτως απαραίτητα για πολεμικές επιχειρήσεις (μόνο 3.000 τεμάχια). Τορπίλες δεν αποκτήθηκαν στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Για το λόγο αυτό, τα πλοία αρχικά ονομάσθηκαν "ανιχνευτικά" και όχι "αντιτορπιλικά". Κατά την παραλαβή, οι Έλληνες αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες, γιατί δεν είχαν τη σχετική εμπειρία και συνάμα όλα τα έντυπα και οι επιγραφές ήταν στην ισπανική γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, πέτυχαν να κινήσουν τα πλοία και να αποπλεύσουν σε 24 ώρες. Στην περιοχή των επιχειρήσεων εστάλησαν αφού έμειναν λίγες μόνο ημέρες στο Ναύσταθμο. Ο ΑΕΤΟΣ μόνο ρυμουλκήθηκε και χρειάσθηκε επισκευή 5 εβδομάδων. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (κυβερνήτης Ανπχος Α. Δουρούτης) και στη συνέχεια στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήρθε η κατάσχεσή του από τους Γάλλους που είχε επιβληθεί το 1916 και διήρκεσε μέχρις ότου η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Έλαβε επίσης μέρος στις επιχειρήσεις του Εύξεινου Πόντου μεταξύ 1919-1920, στην Μικρασιατική Εκστρατεία και τέλος στις επιχειρήσεις της περιόδου 1940-45, όπου πρόσφερε πολλές υπηρεσίες, ανάλογες με την ηλικία και τον εξοπλισμό του, η δε δράση του το έφερε μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Μεταξύ Δεκεμβρίου 1941 και Φεβρουαρίου 1942, πραγματοποίησε μετασκευή του οπλισμού του στην Καλκούτα για την καλύτερη εκτέλεση των νέων του αποστολών. Παροπλίσθηκε το 1946.....] http://www.hellenicnavy.gr/images/oldShips/aetos1_old_hi.jpg

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Λίγα λόγια για τον Ναό


Δίδυμα (τα), χωρίον της Ιωνίας παρά την Μίλητον, ένθα ο ναός και το μαντείον του Διδυμαίου Απόλλωνος.

Τα Δίδυμα ήταν ιερός τόπος και έδρα μαντείου του Απόλλωνα, νοτίως της Μιλήτου στη Μικρά Ασία. Καταλήφθηκαν και κάηκαν από τους Πέρσες το 494 π.Χ. Είναι γνωστά από το ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα, οι προετοιμασίες για την οικοδόμηση του οποίου ξεκίνησαν το 334 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθέρωσε την περιοχή από τους Πέρσες. Ο ναός, που θα στέγαζε το περιφημότερο μαντείο της αρχαίας Ελληνικής Ανατολής, θα αντικαθιστούσε παλιότερο κτίσμα που είχε καταστραφεί από τους Πέρσες. Τα σχέδια του ναού, σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, εκπονήθηκαν από τον Μιλήσιο Δάφνι σε συνεργασία με τον Εφέσιο Παιώνιο, που, σύμφωνα πάλι με τον Βιτρούβιο, είχε συμβάλει στην αποπεράτωση του περιώνυμου ναού της Αρτέμιδας στην ιδιαίτερη πατρίδα του.


Ο ναός του Διδυμαίου Απόλλωνα άρχισε να χτίζεται περί το 313 π.Χ., όμως η κατασκευή του προχώρησε με πολύ αργούς ρυθμούς και 600 χρόνια αργότερα οι εργασίες σταμάτησαν οριστικά. Οι Δάφνις και Παιώνιος, ανταποκρινόμενοι στις λειτουργικές ανάγκες του μαντείου, δημιούργησαν έναν δίπτερο ναό τεραστίων διαστάσεων [διαστάσεις κρηπίδας 120x60 μέτρα] με υπαίθριο σηκό, που περιλάμβανε μια μεγαλόπρεπη περίτεχνη αυλή και ένα ναΐσκο, από όπου οι μάντεις ιερείς έδιναν τους χρησμούς. Στους τοίχους της κρηπίδας του ναού διασώζονται ακόμα τα σχέδια του ναού, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Ο ναός, αν είχε αποπερατωθεί, θα ήταν ο μεγαλύτερος του ελληνικού κόσμου. Στα Δίδυμα γινόταν κάθε χρόνια μια γιορτή, τα Διδύμεια, που από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. ήταν Πανελλήνια.