87 Χρόνια Μετά…..1 Χρόνο πριν…. από την «Έξοδο»
Σε μια προσπάθεια καταγραφής των γεγονότων πριν, κατά και μετά από την επίσημη καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 και την «έξοδο», όπως πολύ εύηχα ονομάστηκε ο ξεριζωμός, επιλέξαμε να τιμήσουμε την τραγική αυτή επέτειο με το παρόν άρθρο, αλλά με μια διαφορετική προσέγγιση. Τα γεγονότα των ημερών εκείνων στην Σμύρνη, έχουν γραφτεί σε κάθε είδους έντυπο, έχουν ειπωθεί σε χιλιάδες εκπομπές, συνεντεύξεις, μαρτυρίες, έχουν αναλυθεί και μετααναληθεί τόσες φορές που μας είναι ήδη οικεία και γνωστά. Σαφώς βέβαια αξίζει στην μνήμη χιλιάδων Ελλήνων η πλειάδα αυτή των αναφορών, όπως πιστεύουμε ότι αξίζει και η παρουσίαση των διωγμών μακριά από τις πόλεις και πριν από το καταληκτικό αυτό σημείο τον Σεπτεμβρίου του 1922. Επιλέξαμε μαρτυρίες και μνήμες που προέκυψαν από την έως τώρα αποδελτίωση του αρχειακού μας υλικού, πολλές εκ των οποίων είναι αδημοσίευτες, ευελπιστώντας να προσδώσουμε μια σχετικά πιστή εικόνα του κλίματος και των συμβάντων της εποχής,
Θα περιπλανηθούμε στον χρόνο λοιπόν και θα αλλάξουμε τόπο για μια άλλη νέα ιστορία. Θα αναφερθούμε σε γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν την περιοχή και τον οικισμό του Παλαιού Γέροντα (σήμερα Didim), στα Μικρασιατικά παράλια πριν και κατά τις μέρες του διωγμού. Ο γεωγραφικός αυτός περιορισμός, ίσως αρχικά να φαίνεται αδιάφορος, όμως αποτυπώνει μια άλλη πλευρά της τραγικής εκείνης εποχής. Προβάλει την εξέλιξη των πραγμάτων μακριά από τα κέντρα αποφάσεων, στην επαρχία και τον αντίκτυπο στους απλούς ανθρώπους, την καθημερινότητα τους, τις αγωνίες τους και τους φόβους τους, πριν το μεγάλο κακό.
Γέροντας Μικράς Ασίας - Λίγο πριν τις ‘’μαύρες μέρες’’
Αν και τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν από χρόνια, η ελπίδα για προέλαση του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) νότια του ποταμού Μαιάνδρου, παρέμενε άσβεστη στις καρδιές των Ελλήνων της περιοχής. Καιρό πριν, από τα πρώτα επεισόδια είχε ξεκινήσει ένα κύμα προς την μητέρα Ελλάδα, αλλά η λέξεις πρόσφυγας ή για να είμαστε ακριβολόγοι ‘’ανταλλάξιμος’’ με την βαρύτητα και το νόημα που τελικά τους προσδόθηκαν , δεν υπήρχαν σε κανενός απλού ανθρώπου την σκέψη.
Η ζωή στο κεφαλοχώρι του Γέροντα, που αριθμούσε περίπου 4 χιλιάδες κατοίκους, όλοι τους Έλληνες και μόνο 6 αστυνόμους και ένα τελώνη Τούρκους, ήταν ειρηνική και ξένοιαστη. Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι που πριν τα 1904 είχαν στην ευθύνη τους τις ανασκαφές του «Ναού Διδυμαίου Απόλλωνος», αναφέρουν γραπτά ότι το χωριό αποτελείτε από ελληνικό στοιχείο αμιγώς, έχει διατηρήσει τον χαρακτήρα και τα ήθη της πατρίδας τους (Ελλάδας) και είναι ένας καθαρά Ελληνικός πυρήνας μέσα σε μια μουσουλμανική χώρα. Τα καπνά, οι ελιές, τα σπαρτά αλλά και η θάλασσα στα ‘’Καρακούγια’’[1], προμήθευαν τα απαιτούμενα. Το εμπόριο ακόμη και με το εξωτερικό, κυρίως σε εξαγωγές καπνού άνθιζε, καθώς και σε άλλα αγαθά. Όλα αυτά σε ένα κλίμα συμφιλίωσης και αρμονικής συνύπαρξης διάρκειας αιώνων με τους λιγοστούς Τούρκους της γύρω περιοχής, που όμως είχε αρχίσει να διαταράζεται από τις αρχές του 1900. Τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Ε.Σ. είχε σταθεροποιηθεί ανάμεσα στην Κίο, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και τον ποταμό Μαίανδρο, με μήκος μετώπου 700 χιλιόμετρα. Ιδιαίτερα μετά την διακήρυξη Ουίλσον που στο δωδέκατο άρθρο ρύθμιζε το μικρασιατικό ζήτημα ως εξής: «Η Οθωμανική κυριαρχία θα οφείλη να περιορισθή εις το εσωτερικόν των χωρών εκείνων εις τας οποίας υπερτερεί πραγματικώς το Οθωμανικόν στοιχείον.» , η κατάσταση είχε ισορροπήσει και δεν φαίνονταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Οι εκδιώξεις και η τρομοκρατία όμως προυπήρχαν και συνέχιζαν να ταλαιπωρούν τους Έλληνες.
Θα περιπλανηθούμε στον χρόνο λοιπόν και θα αλλάξουμε τόπο για μια άλλη νέα ιστορία. Θα αναφερθούμε σε γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν την περιοχή και τον οικισμό του Παλαιού Γέροντα (σήμερα Didim), στα Μικρασιατικά παράλια πριν και κατά τις μέρες του διωγμού. Ο γεωγραφικός αυτός περιορισμός, ίσως αρχικά να φαίνεται αδιάφορος, όμως αποτυπώνει μια άλλη πλευρά της τραγικής εκείνης εποχής. Προβάλει την εξέλιξη των πραγμάτων μακριά από τα κέντρα αποφάσεων, στην επαρχία και τον αντίκτυπο στους απλούς ανθρώπους, την καθημερινότητα τους, τις αγωνίες τους και τους φόβους τους, πριν το μεγάλο κακό.
Γέροντας Μικράς Ασίας - Λίγο πριν τις ‘’μαύρες μέρες’’
Αν και τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν από χρόνια, η ελπίδα για προέλαση του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) νότια του ποταμού Μαιάνδρου, παρέμενε άσβεστη στις καρδιές των Ελλήνων της περιοχής. Καιρό πριν, από τα πρώτα επεισόδια είχε ξεκινήσει ένα κύμα προς την μητέρα Ελλάδα, αλλά η λέξεις πρόσφυγας ή για να είμαστε ακριβολόγοι ‘’ανταλλάξιμος’’ με την βαρύτητα και το νόημα που τελικά τους προσδόθηκαν , δεν υπήρχαν σε κανενός απλού ανθρώπου την σκέψη.
Η ζωή στο κεφαλοχώρι του Γέροντα, που αριθμούσε περίπου 4 χιλιάδες κατοίκους, όλοι τους Έλληνες και μόνο 6 αστυνόμους και ένα τελώνη Τούρκους, ήταν ειρηνική και ξένοιαστη. Οι Γάλλοι αρχαιολόγοι που πριν τα 1904 είχαν στην ευθύνη τους τις ανασκαφές του «Ναού Διδυμαίου Απόλλωνος», αναφέρουν γραπτά ότι το χωριό αποτελείτε από ελληνικό στοιχείο αμιγώς, έχει διατηρήσει τον χαρακτήρα και τα ήθη της πατρίδας τους (Ελλάδας) και είναι ένας καθαρά Ελληνικός πυρήνας μέσα σε μια μουσουλμανική χώρα. Τα καπνά, οι ελιές, τα σπαρτά αλλά και η θάλασσα στα ‘’Καρακούγια’’[1], προμήθευαν τα απαιτούμενα. Το εμπόριο ακόμη και με το εξωτερικό, κυρίως σε εξαγωγές καπνού άνθιζε, καθώς και σε άλλα αγαθά. Όλα αυτά σε ένα κλίμα συμφιλίωσης και αρμονικής συνύπαρξης διάρκειας αιώνων με τους λιγοστούς Τούρκους της γύρω περιοχής, που όμως είχε αρχίσει να διαταράζεται από τις αρχές του 1900. Τον Σεπτέμβριο του 1921, ο Ε.Σ. είχε σταθεροποιηθεί ανάμεσα στην Κίο, το Εσκί Σεχίρ, το Αφιόν Καραχισάρ και τον ποταμό Μαίανδρο, με μήκος μετώπου 700 χιλιόμετρα. Ιδιαίτερα μετά την διακήρυξη Ουίλσον που στο δωδέκατο άρθρο ρύθμιζε το μικρασιατικό ζήτημα ως εξής: «Η Οθωμανική κυριαρχία θα οφείλη να περιορισθή εις το εσωτερικόν των χωρών εκείνων εις τας οποίας υπερτερεί πραγματικώς το Οθωμανικόν στοιχείον.» , η κατάσταση είχε ισορροπήσει και δεν φαίνονταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Οι εκδιώξεις και η τρομοκρατία όμως προυπήρχαν και συνέχιζαν να ταλαιπωρούν τους Έλληνες.
Γέροντας Μικράς Ασίας - οι Διωγμοί
Έως το καλοκαίρι του 1922 οι καταστάσεις αλλάζουν. Το μέτωπο δεν αντέχει και σταδιακά υποχωρεί άτακτα και με σοβαρές απώλειες. Η καταρράκωση του ηθικού των ελληνικών δυνάμεων, οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα, το τεράστιο κόστος συντήρησης του στρατεύματος και η γενικότερη δυσφορία, δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη θέση της Ελλάδας. Στα προβλήματα αυτά έρχεται να προστεθεί η αδιαλλαξία της Τουρκικής πλευράς σε οποιοδήποτε σχέδιο για επίλυση πρότειναν οι Έλληνες στους συμμάχους. Σταδιακά διαφαίνεται η προκλητική πλευρά των Τούρκων, των απλών ανθρώπων που μέχρι χθες ήταν ο ''φίλος” ή ο “γείτονας”. Καταδώσεις και εξευτελισμοί συμβαίνουν παντού και όλο και περισσότερο η απειλή είναι ορατή. Κάποιοι πιστεύοντας ακόμη στην σωτηρία από τον Ε.Σ. οργανώνουν αντίσταση στον Γέροντα. Στρατολογούνται νεαρά παλικάρια, όσα είχαν απομείνει από τις εξορίες και την αιχμαλωσία και οι πρεσβύτεροι χρηματοδοτούν τον οπλισμό. Από το αρχείο προκύπτει το όνομα του Ιωάννη Σπανού σαν κύριο αρωγό του αγώνα. Το τέλος του ήταν τραγικό και παραδειγματικό, γδάρθηκε ζωντανός προς συνετισμό των υπολοίπων.
Μάταια ο τελευταίος προεστός του χωριού Σπυριδονίδης Ιωάννης προσπαθεί να συνετίσει τους νεαρούς, το πάθος τους για πόλεμο είναι τέτοιο που τα λόγια του χάνονται στον αέρα. Σώζει όμως από τα χέρια τους τον φίλο του Μουσταφά και τον φυγαδεύει κρυφά. Ο Τούρκος φεύγοντας του είπε δακρυσμένος: {…..Αυτά αργκαντάς τα πληρώνει ο Θεός…}. Προφητικές οι κουβέντες του. Όταν ο δημογέροντας πήγαινε στα Σώκια, να ζητήσει καράβια για την σωτηρία του χωριού, Τούρκοι τον συνέλαβαν. Θα τον εκτελούσαν αμέσως, αν δεν βρίσκονταν ένας Τούρκος στρατιώτης που προφασίστηκε ότι ήθελε εκείνος την χαρά να τον σκοτώσει. Όμως ο Θεός είναι μεγάλος, όχι μόνο δεν τον σκότωσε, αλλά τον πήγε στα Σώκια, όπου του χάρισε την ελευθερία του. Η κουβέντα του Μουσταφά βγήκε αληθινή, Τούρκο έσωσε, Τούρκος τον έσωσε.
Έως το καλοκαίρι του 1922 οι καταστάσεις αλλάζουν. Το μέτωπο δεν αντέχει και σταδιακά υποχωρεί άτακτα και με σοβαρές απώλειες. Η καταρράκωση του ηθικού των ελληνικών δυνάμεων, οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές στην Αθήνα, το τεράστιο κόστος συντήρησης του στρατεύματος και η γενικότερη δυσφορία, δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την ήδη δύσκολη θέση της Ελλάδας. Στα προβλήματα αυτά έρχεται να προστεθεί η αδιαλλαξία της Τουρκικής πλευράς σε οποιοδήποτε σχέδιο για επίλυση πρότειναν οι Έλληνες στους συμμάχους. Σταδιακά διαφαίνεται η προκλητική πλευρά των Τούρκων, των απλών ανθρώπων που μέχρι χθες ήταν ο ''φίλος” ή ο “γείτονας”. Καταδώσεις και εξευτελισμοί συμβαίνουν παντού και όλο και περισσότερο η απειλή είναι ορατή. Κάποιοι πιστεύοντας ακόμη στην σωτηρία από τον Ε.Σ. οργανώνουν αντίσταση στον Γέροντα. Στρατολογούνται νεαρά παλικάρια, όσα είχαν απομείνει από τις εξορίες και την αιχμαλωσία και οι πρεσβύτεροι χρηματοδοτούν τον οπλισμό. Από το αρχείο προκύπτει το όνομα του Ιωάννη Σπανού σαν κύριο αρωγό του αγώνα. Το τέλος του ήταν τραγικό και παραδειγματικό, γδάρθηκε ζωντανός προς συνετισμό των υπολοίπων.
Μάταια ο τελευταίος προεστός του χωριού Σπυριδονίδης Ιωάννης προσπαθεί να συνετίσει τους νεαρούς, το πάθος τους για πόλεμο είναι τέτοιο που τα λόγια του χάνονται στον αέρα. Σώζει όμως από τα χέρια τους τον φίλο του Μουσταφά και τον φυγαδεύει κρυφά. Ο Τούρκος φεύγοντας του είπε δακρυσμένος: {…..Αυτά αργκαντάς τα πληρώνει ο Θεός…}. Προφητικές οι κουβέντες του. Όταν ο δημογέροντας πήγαινε στα Σώκια, να ζητήσει καράβια για την σωτηρία του χωριού, Τούρκοι τον συνέλαβαν. Θα τον εκτελούσαν αμέσως, αν δεν βρίσκονταν ένας Τούρκος στρατιώτης που προφασίστηκε ότι ήθελε εκείνος την χαρά να τον σκοτώσει. Όμως ο Θεός είναι μεγάλος, όχι μόνο δεν τον σκότωσε, αλλά τον πήγε στα Σώκια, όπου του χάρισε την ελευθερία του. Η κουβέντα του Μουσταφά βγήκε αληθινή, Τούρκο έσωσε, Τούρκος τον έσωσε.
Ας δούμε τα γεγονότα, όπως οι μαρτυρίες και τα γραπτά κείμενα του αρχείου του συλλόγου, τα περιγράφουν. Τις τραγικές εκείνες ώρες, τον Ιούλιο του 1922, όσοι συγχωριανοί μας μπορούσαν να μετακινηθούν κατάφυγαν στο νησάκι της Παναγίας, λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από την ακτή των Καρακουγίων. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης, περίπου 900 ψυχές βρήκαν προσωρινό καταφύγιο και ελπίδα στο νησί.
Στην μαρτυρία του Δρόσου Στυλιανού αναφέρονται οι πολλαπλές μετακινήσεις που ο ίδιος μαζί με άλλους χωριανούς του υπέστη. Γεννημένος το 1907 έζησε και περίγραψε τις δύσκολες εκείνες στιγμές με τα μάτια ενός παιδιού που τελικά ο πόλεμος μεταμόρφωσε σε άνδρα σε λίγο χρόνο. Η τακτική των Τούρκων (όπως αναφέρει) με τις άσκοπες μετακινήσεις του «ανδρικού» πληθυσμού αποσκοπούσε στην ηθική και οικονομική εξόντωση μας. Ο φόβος της εξορίας περιόριζε κάθε σκέψη μας για αντίδραση. Στα χωριά οι μάνες και οι γυναίκες μας, ήταν ανήμπορες και απροστάτευτες στις βάρβαρες διαθέσεις των Τούρκων. Οι ληστείες και οι εξευτελισμοί δεν προκαλούσαν πλέον εντύπωση σε κανέναν, είχαν γίνει καθημερινή πράξη. Περιγράφει επίσης το πανηγυρικό κλίμα που το χωριό έζησε με το άκουσμα της εισόδου του Ε.Σ. στα Σώκια. Πιστεύοντας ότι θα απελευθερωθούν οργάνωσαν ολόκληρη παρέλαση στον Γέροντα με όσα όπλα είχαν κρυμμένα. Όταν η σκληρή πραγματικότητα μαθεύτηκε, ότι οι Τούρκοι έρχονται στο χωριό, άτακτα έφυγαν για να κρυφτούν οι περισσότεροι. Τριάντα περίπου οικογένειες βρήκαν καταφύγιο στο εξωκλήσι του Αι’ Θανάση και άλλοι πολλοί στο νησί της Παναγίας. Οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, λιγοστοί οι άνδρες, έζησαν τον απόλυτο τρόμο τις ταραγμένες εκείνες στιγμές.
Άλλες προφορικές και γραπτές πηγές αναφέρουν ότι οι Γεροντιανοί στο νησάκι, δεν είχαν επαρκείς προμήθειες σε τρόφιμα και νερό. Έτσι από φυγάδες βρέθηκαν παγιδευμένοι. Την δυσμενή αυτή κατάσταση άλλαξε η ανδρεία και η αυταπάρνηση ενός τότε 20χρονου( πιθανό όνομα Ηρόδοτος Παξιμάδης), που με κίνδυνο της ζωής του κατάφερε μετά από περιπλάνηση οκτώ ημερών να φθάσει στην Έφεσο και να ειδοποιήσει τις ελληνικές αρχές. Αυτή είναι η μία εκδοχή. Υπάρχουν όμως και άλλες που αναφέρουν την βοήθεια στον απεγκλωβισμό από το νησάκι των Μανόλη Καίπα και του Σταμάτη Δρόσου σαν σωτήρια για τους χωριανούς. Ο πρώτος χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του στο παλάτι και τον τότε πρωθυπουργό Γούναρη Δ. και ο δεύτερος με την ηρωική του πράξη να ειδοποιήσει στην Σάμο τις αρχές, φθάνοντας εκεί με το δικό του καΐκι, έσωσαν πολλούς χωριανούς από την μανία των Τσετών. Η ανταπόκριση ήταν άμεση, αποστάληκαν δύο πλοία το αντιτορπιλικό «Αετός» και το κρουαζιερόπλοιο «Κωνσταντινούπολης» που βρισκόταν στην Ρόδο με αλλοδαπούς τουρίστες (!). Διασταυρώνοντας πληροφορίες απογόνων των πρωταγωνιστών, εντοπίσαμε την προσωπική μαρτυρία της Αφροδίτης Γιαννάκη καταγεγραμμένη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.), όπου μεταξύ άλλων, πολύ ενδιαφερόντων πληροφοριών, αναφέρει για το θέμα αυτό τα εξής:
«…Όσοι Γεροντιανοί έτυχε να βρεθούνε όξω από το χωριό, όπως ο Μανόλης Καίπας, ο Αλέξανδρος Καίπας, ο Σταμάτης ο Δρόσος, κάνανε ενέργειες κι έστειλε η ελληνική Κυβέρνηση τρία καράβια να πάρει τα γυναικόπαιδα από τον Γέροντα….». Δυστυχώς από την παραπάνω μάρτυρα, δεν αναφέρεται τίποτα περισσότερο για τη ιστορία στο νησάκι της Παναγίας, σήμερα Altin Ada (χρυσό νησί). Βρίσκουμε όμως και την δεύτερη εκδοχή για την “έξοδο”, από την μαρτυρία της Θεοδωρούλας-Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, που αναφέρουμε αυτολεξεί: […. Εκεί που ήμασταν μαζεμένοι, στις Παναγίας το νησί, ο Δρόσος που είχε δικό του καΐκι, άρχισε να λέει: -Πρέπει να πάμε στην Σάμο να ειδοποιήσουμε τις ελληνικές αρχές, να στείλουν καράβια να μας πάρουν. Κινδυνεύουμε εδώ. Από την άλλη μεριά του νησιού είναι τα τουρκοχώρια. Έτσι και πέσουν πάνω μας οι Τουρκαλάδες θα μας πετσοκόψουν. Δεν έχουμε ούτε ένα όπλο. Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε. Και για εμάς εδώ που βρισκόμαστε, μα και για τους άλλους που είναι πίσω στο χωριό. Βάζει την φαμέλια του και τους συγγενείς του μέσα στο καΐκι και πάει στην Σάμο. Αμέσως έτρεξε στις ελληνικές αρχές και τους είπε για τον κίνδυνο που μας απειλούσε. Έστειλαν το πολεμικό «Αετός», το «Κωνσταντινούπολη», καΐκια και φορτηγά. Έριξε βάρκες το πολεμικό και μάζεψε τον κόσμο από το νησί. Μετά τράβηξαν για τον Γέροντα……..].
Τα καράβια εμφανίστηκαν στην παραλία του Γέροντα στις 2 Ιουλίου 1922. Ομοβροντίες για ειδοποίηση ακούγονται, αλλά οι χωριανοί παραμένουν κρυμμένοι από φόβο μήπως είναι «μπαμπεσιά» των Τούρκων. Θάρρος παίρνουν στο άκουσμα των πρώτων ελληνικών εμβατηρίων και γρήγορα τρέχουν στους λυτρωτές τους. Πόσο πλανεμένοι είναι, οι περισσότεροι δεν θα περάσουν ποτέ το Αιγαίο. Στις προσωπικές σημειώσεις του Αλέξανδρου Καίπα αναφέρεται ξανά ο Δρόσος αλλά αυτή την φορά βοηθά στην διάσωση από την Σμύρνη: [….έτσι χάρις στην αποφασιστική ενέργεια του θείου Σταμάτη φύγαμε από την Σμύρνη χωρίς να ιδούμε τις τραγικότητες που πέρασαν άλλες οικογένειες. Και όχι μόνο εμείς αλλά και πολλοί ακόμη συγγενείς και φίλοι, που είχαν την ευκαιρία και την καλή μοίρα να επιβιβαστούν στο καίκι εκτός από τον ίδιο…..]. Ο Δρόσος δεν έφυγε ποτέ και κανείς δεν τον ξαναείδε ζωντανό. Παρέμεινε στην Σμύρνη, ακούγοντας την παράκληση του ανιψιού του Δημήτρη και συνεταίρου του στην εξαγωγή καπνών, με σκοπό να σώσουν την επιχείρηση τους.
Γέροντας Μικράς Ασίας - μετά την έξοδο
Μια συγκινητική όσο και σπάνια περιγραφή για την “μέρα μετά την έξοδο” :“......Η εντύπωση από το εσωτερικό των σπιτιών σπαρακτική. Τα ίχνη του πλιάτσικου ανεξίτηλα … Οι κάτοικοι του Γέροντα ζούσαν ζωή αζόριστη, ειρηνική. Ήσαν εργατικοί και απελάμβαναν μια σχετική άνεση. Οι κατοικίες τους ήσαν παστρικές, νοικοκυρεμένες. Βρήκαμε ακόμη, κομόντες, καναπέδες, εταζέρες, λάμπες πετρελαίου, παιδικά παιχνίδια, μηχανές ραψίματος, δίσκους γραμμοφώνου, εργαλεία, σύνεργα μαγειρικής….. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, με σφιγμένη καρδιά, ατενίζοντας την συμφορά. Η φυγή θα πρέπει να ήταν ξαφνική, ταχύτατη. Αλαφιασμένος ο κόσμος δεν είχε τον χρόνο να πάρη μαζί του τίποτα. Τα μαγαζιά τροφίμων και οι ταβέρνες είχαν ακόμη τους πάγκους και τα ράφια τους, τα κατάστιχα των λογαριασμών ήσαν σκισμένα στο πάτωμα, ανάκατα με θραυσμένα σκεύη και κάθε είδους σύντριμμα. Μια τραγική σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά: η σιωπή των νεκρουπόλεων. ….........Στο σχολείο οι πλιατσικολόγοι είχαν υπερβεί τον εαυτό τους. Τα πάντα ήσαν σπασμένα, σκισμένα, ποδοπατημένα……Τα σπίτια της πλατείας είχαν αυλές με δενδρύλλια και άνθη. Σε ένα από αυτά πρόσεξα πως κρέμονταν ακόμη στα παράθυρα ξεθωριασμένες γιρλάντες από χάρτινα ρόδα σε χρώμα γκρενά, κατάλοιπο προφανώς διακόσμου οικογενειακής γιορτής. Η φύση σιγά-σιγά κυρίευε τα πάντα…
…Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ακόμη γεμάτος εγκαταλελειμμένα μπαούλα που οι φυγάδες μες στην βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και τ’ άφησαν εκεί για περισσότερη ασφάλεια. Ήσαν κενά κι’ από τα περισσότερα έλλειπαν και οι κλειδαριές.
Μπήκαμε στο ναό. Απερίγραπτη η ερήμωση του….Από τα θωράκια του τέμπλου με τα κάπως αφελή τους σκαλίσματα και τον αδέξιο χρωματισμό, είχαν αφαιρεθή οι ιερές ζωγραφιές. Η αγία Τράπεζα σχισμένη στα δύο…»
Στην μαρτυρία του Δρόσου Στυλιανού αναφέρονται οι πολλαπλές μετακινήσεις που ο ίδιος μαζί με άλλους χωριανούς του υπέστη. Γεννημένος το 1907 έζησε και περίγραψε τις δύσκολες εκείνες στιγμές με τα μάτια ενός παιδιού που τελικά ο πόλεμος μεταμόρφωσε σε άνδρα σε λίγο χρόνο. Η τακτική των Τούρκων (όπως αναφέρει) με τις άσκοπες μετακινήσεις του «ανδρικού» πληθυσμού αποσκοπούσε στην ηθική και οικονομική εξόντωση μας. Ο φόβος της εξορίας περιόριζε κάθε σκέψη μας για αντίδραση. Στα χωριά οι μάνες και οι γυναίκες μας, ήταν ανήμπορες και απροστάτευτες στις βάρβαρες διαθέσεις των Τούρκων. Οι ληστείες και οι εξευτελισμοί δεν προκαλούσαν πλέον εντύπωση σε κανέναν, είχαν γίνει καθημερινή πράξη. Περιγράφει επίσης το πανηγυρικό κλίμα που το χωριό έζησε με το άκουσμα της εισόδου του Ε.Σ. στα Σώκια. Πιστεύοντας ότι θα απελευθερωθούν οργάνωσαν ολόκληρη παρέλαση στον Γέροντα με όσα όπλα είχαν κρυμμένα. Όταν η σκληρή πραγματικότητα μαθεύτηκε, ότι οι Τούρκοι έρχονται στο χωριό, άτακτα έφυγαν για να κρυφτούν οι περισσότεροι. Τριάντα περίπου οικογένειες βρήκαν καταφύγιο στο εξωκλήσι του Αι’ Θανάση και άλλοι πολλοί στο νησί της Παναγίας. Οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, λιγοστοί οι άνδρες, έζησαν τον απόλυτο τρόμο τις ταραγμένες εκείνες στιγμές.
Άλλες προφορικές και γραπτές πηγές αναφέρουν ότι οι Γεροντιανοί στο νησάκι, δεν είχαν επαρκείς προμήθειες σε τρόφιμα και νερό. Έτσι από φυγάδες βρέθηκαν παγιδευμένοι. Την δυσμενή αυτή κατάσταση άλλαξε η ανδρεία και η αυταπάρνηση ενός τότε 20χρονου( πιθανό όνομα Ηρόδοτος Παξιμάδης), που με κίνδυνο της ζωής του κατάφερε μετά από περιπλάνηση οκτώ ημερών να φθάσει στην Έφεσο και να ειδοποιήσει τις ελληνικές αρχές. Αυτή είναι η μία εκδοχή. Υπάρχουν όμως και άλλες που αναφέρουν την βοήθεια στον απεγκλωβισμό από το νησάκι των Μανόλη Καίπα και του Σταμάτη Δρόσου σαν σωτήρια για τους χωριανούς. Ο πρώτος χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του στο παλάτι και τον τότε πρωθυπουργό Γούναρη Δ. και ο δεύτερος με την ηρωική του πράξη να ειδοποιήσει στην Σάμο τις αρχές, φθάνοντας εκεί με το δικό του καΐκι, έσωσαν πολλούς χωριανούς από την μανία των Τσετών. Η ανταπόκριση ήταν άμεση, αποστάληκαν δύο πλοία το αντιτορπιλικό «Αετός» και το κρουαζιερόπλοιο «Κωνσταντινούπολης» που βρισκόταν στην Ρόδο με αλλοδαπούς τουρίστες (!). Διασταυρώνοντας πληροφορίες απογόνων των πρωταγωνιστών, εντοπίσαμε την προσωπική μαρτυρία της Αφροδίτης Γιαννάκη καταγεγραμμένη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.), όπου μεταξύ άλλων, πολύ ενδιαφερόντων πληροφοριών, αναφέρει για το θέμα αυτό τα εξής:
«…Όσοι Γεροντιανοί έτυχε να βρεθούνε όξω από το χωριό, όπως ο Μανόλης Καίπας, ο Αλέξανδρος Καίπας, ο Σταμάτης ο Δρόσος, κάνανε ενέργειες κι έστειλε η ελληνική Κυβέρνηση τρία καράβια να πάρει τα γυναικόπαιδα από τον Γέροντα….». Δυστυχώς από την παραπάνω μάρτυρα, δεν αναφέρεται τίποτα περισσότερο για τη ιστορία στο νησάκι της Παναγίας, σήμερα Altin Ada (χρυσό νησί). Βρίσκουμε όμως και την δεύτερη εκδοχή για την “έξοδο”, από την μαρτυρία της Θεοδωρούλας-Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, που αναφέρουμε αυτολεξεί: […. Εκεί που ήμασταν μαζεμένοι, στις Παναγίας το νησί, ο Δρόσος που είχε δικό του καΐκι, άρχισε να λέει: -Πρέπει να πάμε στην Σάμο να ειδοποιήσουμε τις ελληνικές αρχές, να στείλουν καράβια να μας πάρουν. Κινδυνεύουμε εδώ. Από την άλλη μεριά του νησιού είναι τα τουρκοχώρια. Έτσι και πέσουν πάνω μας οι Τουρκαλάδες θα μας πετσοκόψουν. Δεν έχουμε ούτε ένα όπλο. Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε. Και για εμάς εδώ που βρισκόμαστε, μα και για τους άλλους που είναι πίσω στο χωριό. Βάζει την φαμέλια του και τους συγγενείς του μέσα στο καΐκι και πάει στην Σάμο. Αμέσως έτρεξε στις ελληνικές αρχές και τους είπε για τον κίνδυνο που μας απειλούσε. Έστειλαν το πολεμικό «Αετός», το «Κωνσταντινούπολη», καΐκια και φορτηγά. Έριξε βάρκες το πολεμικό και μάζεψε τον κόσμο από το νησί. Μετά τράβηξαν για τον Γέροντα……..].
Τα καράβια εμφανίστηκαν στην παραλία του Γέροντα στις 2 Ιουλίου 1922. Ομοβροντίες για ειδοποίηση ακούγονται, αλλά οι χωριανοί παραμένουν κρυμμένοι από φόβο μήπως είναι «μπαμπεσιά» των Τούρκων. Θάρρος παίρνουν στο άκουσμα των πρώτων ελληνικών εμβατηρίων και γρήγορα τρέχουν στους λυτρωτές τους. Πόσο πλανεμένοι είναι, οι περισσότεροι δεν θα περάσουν ποτέ το Αιγαίο. Στις προσωπικές σημειώσεις του Αλέξανδρου Καίπα αναφέρεται ξανά ο Δρόσος αλλά αυτή την φορά βοηθά στην διάσωση από την Σμύρνη: [….έτσι χάρις στην αποφασιστική ενέργεια του θείου Σταμάτη φύγαμε από την Σμύρνη χωρίς να ιδούμε τις τραγικότητες που πέρασαν άλλες οικογένειες. Και όχι μόνο εμείς αλλά και πολλοί ακόμη συγγενείς και φίλοι, που είχαν την ευκαιρία και την καλή μοίρα να επιβιβαστούν στο καίκι εκτός από τον ίδιο…..]. Ο Δρόσος δεν έφυγε ποτέ και κανείς δεν τον ξαναείδε ζωντανό. Παρέμεινε στην Σμύρνη, ακούγοντας την παράκληση του ανιψιού του Δημήτρη και συνεταίρου του στην εξαγωγή καπνών, με σκοπό να σώσουν την επιχείρηση τους.
Γέροντας Μικράς Ασίας - μετά την έξοδο
Μια συγκινητική όσο και σπάνια περιγραφή για την “μέρα μετά την έξοδο” :“......Η εντύπωση από το εσωτερικό των σπιτιών σπαρακτική. Τα ίχνη του πλιάτσικου ανεξίτηλα … Οι κάτοικοι του Γέροντα ζούσαν ζωή αζόριστη, ειρηνική. Ήσαν εργατικοί και απελάμβαναν μια σχετική άνεση. Οι κατοικίες τους ήσαν παστρικές, νοικοκυρεμένες. Βρήκαμε ακόμη, κομόντες, καναπέδες, εταζέρες, λάμπες πετρελαίου, παιδικά παιχνίδια, μηχανές ραψίματος, δίσκους γραμμοφώνου, εργαλεία, σύνεργα μαγειρικής….. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, με σφιγμένη καρδιά, ατενίζοντας την συμφορά. Η φυγή θα πρέπει να ήταν ξαφνική, ταχύτατη. Αλαφιασμένος ο κόσμος δεν είχε τον χρόνο να πάρη μαζί του τίποτα. Τα μαγαζιά τροφίμων και οι ταβέρνες είχαν ακόμη τους πάγκους και τα ράφια τους, τα κατάστιχα των λογαριασμών ήσαν σκισμένα στο πάτωμα, ανάκατα με θραυσμένα σκεύη και κάθε είδους σύντριμμα. Μια τραγική σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά: η σιωπή των νεκρουπόλεων. ….........Στο σχολείο οι πλιατσικολόγοι είχαν υπερβεί τον εαυτό τους. Τα πάντα ήσαν σπασμένα, σκισμένα, ποδοπατημένα……Τα σπίτια της πλατείας είχαν αυλές με δενδρύλλια και άνθη. Σε ένα από αυτά πρόσεξα πως κρέμονταν ακόμη στα παράθυρα ξεθωριασμένες γιρλάντες από χάρτινα ρόδα σε χρώμα γκρενά, κατάλοιπο προφανώς διακόσμου οικογενειακής γιορτής. Η φύση σιγά-σιγά κυρίευε τα πάντα…
…Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ακόμη γεμάτος εγκαταλελειμμένα μπαούλα που οι φυγάδες μες στην βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και τ’ άφησαν εκεί για περισσότερη ασφάλεια. Ήσαν κενά κι’ από τα περισσότερα έλλειπαν και οι κλειδαριές.
Μπήκαμε στο ναό. Απερίγραπτη η ερήμωση του….Από τα θωράκια του τέμπλου με τα κάπως αφελή τους σκαλίσματα και τον αδέξιο χρωματισμό, είχαν αφαιρεθή οι ιερές ζωγραφιές. Η αγία Τράπεζα σχισμένη στα δύο…»
(Απόσπασμα από το βιβλίο L’ Asie Mineure en ruines, Paris,1924. Συγγραφέας ο Saturnino Ximenez, που επισκέφθηκε με θαλαμηγό την δυτική Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1923.)
Τα συμπεράσματα δικά σας……..
Τα προηγούμενα προέκυψαν από την αποδελτίωση και έρευνα του αρχειακού υλικού του Πολιτιστικού και μορφωτικού συλλόγου Γέροντα Καβάλας “Ο Διδυμαίος Απόλλων”. Την σύνταξη και επιμέλεια του κειμένου ολοκλήρωσε το μέλος μας Βαρυπάτης Στέλιος.
Ο Σύλλογος ευχαριστεί θερμά όλους τους δωρητές αρχείων για την σημαντική τους συνεισφορά στην διάσωση και μετάδοση της ιστορίας μας.
Τα προηγούμενα προέκυψαν από την αποδελτίωση και έρευνα του αρχειακού υλικού του Πολιτιστικού και μορφωτικού συλλόγου Γέροντα Καβάλας “Ο Διδυμαίος Απόλλων”. Την σύνταξη και επιμέλεια του κειμένου ολοκλήρωσε το μέλος μας Βαρυπάτης Στέλιος.
Ο Σύλλογος ευχαριστεί θερμά όλους τους δωρητές αρχείων για την σημαντική τους συνεισφορά στην διάσωση και μετάδοση της ιστορίας μας.