Ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, τόσο κοντά και όμως τόσο μακριά από τις ρίζες μας. Μια γνωριμία με την γη των προπατώρων μας, εδώ και εκεί στην Μ. Ασία.
Συμπορευτείτε μαζί μας σ' αυτή την περιπλάνηση και, ποιος ξέρει, μπορεί να ανακαλύψετε και εσείς την άλλη σας πλευρά.....

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Αναζητώντας το πατρικό μου.........



Το χωριό όπως το είδαμε το 1972. Οι φωτογραφίες είναι στις σκάλες του"βαπτισμένου" πατρικού μας και στο πηγάδι που πιστέψαμε τότε ότι ανήκε στο σπίτι.






Για μήνες περίμενα με αγωνία, την εκδρομή αυτή το Απρίλιο του 2008, στον Παλαιό Γέροντα. Είχα 35 ολόκληρα χρόνια να δω το χωριό των προγόνων μου. Τελευταία φορά το 1972, εξάχρονο αγοράκι τότε, με κοντά παντελόνια, είχα πάει με τους γονείς και τους θείους μου. Τι να θυμάμαι, λίγες εικόνες από τα ερείπια του χωριού, μπερδεμένες κι αυτές και ότι έβλεπα στις λίγες θολές φωτογραφίες που τραβήξαμε. Ψάξαμε και τότε για το πατρικό της γιαγιάς μου, νομίσαμε ότι το είχαμε βρει μάλιστα. Μας είπαν ότι ήταν κοντά σε ένα πηγάδι. Εμείς από την αγωνία μας, βαφτίσαμε "Πατρικό" το πρώτο σπίτι που είχε πηγάδι, λες και μόνο ένα πηγάδι υπήρχε. Στα χρόνια που πέρασαν καταλάβαμε ότι ο "ευσεβής πόθος" μας οδήγησε σε λάθος συμπεράσματα.


Έτσι, το "βάρος" του εντοπισμού του πατρικού, έπεσε πάνω μου. Με τα πολλά φθάσαμε στις 2 Απριλίου, έπειτα από ταξίδι περίπου 16 ωρών, στο πολυπόθητο προορισμό μας. Τόσο το σκοτάδι, όσο και η κούραση, δεν μου επέτρεψαν να χαρώ την πρώτη θέα του χωριού. Δάκρυσα όμως βλέποντας τις θεόρατες κολώνες του Ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα να υψώνονται ως τον ουρανό. Πόσο μικρός αισθάνθηκα μπροστά σ' αυτό το μεγαλείο. Το λεωφορείο προχώρησε και μαζί του η απογοήτευση από την δεύτερη εντύπωση.


Ο πλούσιος άλλοτε κάμπος, που από όλα τα σημεία του αγνάντευε την θάλασσα, γέμισε κακόγουστες οικοδομές και τσιμέντο, αυτό που κάποιοι ονομάζουν ανάπτυξη. Οι ελιές ξεριζώθηκαν και στην θέση τους φύτρωσαν καταστήματα και πολυκατοικίες. Λίγα είναι αυτά που γλύτωσαν από την μανία του «πολιτισμού». Αντί για γρασίδι, πατούσα στην λάσπη και την άσφαλτο, ενώ την γλυκιά μυρουδιά της βροχής, πρέπει χιλιόμετρα μακριά να την αναζητήσεις.


Ίσως να είναι πολύ πρόσφατες οι μνήμες από την επίσκεψη μου στα χώματα των προπατόρων μου και έτσι δεν έχω καθαρή εικόνα. Για ένα είμαι σίγουρος όμως, δεν νιώθω μόνο χαρά που είδα, μύρισα, αφουγκράστηκα, περπάτησα όλα αυτά που σχεδόν ένα αιώνα πριν, οι πρόγονοι μου είχαν γευθεί. Μια νότα θλίψης, για τις αλλαγές που το μέρος έζησε, με συνόδευε σχεδόν σε όλο το ταξίδι αυτό της μνήμης.



Τα συναισθήματα αυτά, ισορρόπησαν, η θερμή υποδοχή μας από τους τωρινούς κατοίκους, οι αγκαλιές και οι ευχές τους, το χαμόγελο τους στην παρουσία μας. Πέρα από τις επισημότητες και τις ομιλίες των δημάρχων και νομαρχών, που και από τις δύο πλευρές ήταν εκεί, οι απλοί άνθρωποι έκαναν την διαφορά. Ο γερό Αχμετ που με δυσκολία περπατούσε, αλλά με γύρισε σε όλο το χωριό, προσπαθώντας να με βοηθήσει να βρω το πατρικό μου, ο Μουσταφά που τελικά ήταν το κλειδί στην έρευνα αυτή, αλλά και άλλοι μου πρόσφεραν την βοήθεια τους απλόχερα και από καρδιάς. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ.


Η επόμενη μέρα ξεκίνησε με την αγωνία και την προσδοκία της "ανακάλυψης" του πατρικού. Από το πρωί ήμουν σε υπερένταση. Μετά την επίσκεψη στον Ναό, δεν έβλεπα την ώρα να ξεχυθώ στα σοκάκια για να αναζητήσω οποιαδήποτε πληροφορία θα με οδηγούσε στο σπίτι. Άραγε θα υπήρχε έστω και ένας τοίχος έστω και ερείπιο αλλά όρθιος, μήπως στην θέση του έβρισκα κάποια αλάνα; αν κατοικούνταν ποια θα ήταν η αντίδραση των ιδιοκτητών στην παρουσία μου; Διάφορες σκέψεις με τριγύριζαν, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να με αποθαρρύνουν Ακόμη και ένα σκέτο οικόπεδο να ήταν, κάποτε οι πρόγονοι μου έζησαν σε αυτό.
Ένα σκαρίφημα του χωριού, από τον πατέρα του Τάκη, όπου ήταν σημειωμένο "το σπίτι του Σπανού", ήταν το μόνο μου στοιχείο. Περιπλανήθηκα επί ώρες στα άδεια σοκάκια, είδα με προσοχή όλα τα σημάδια, έψαχνα με λαχτάρα το πηγάδι και την εκκλησία του Άι Γιώργη. Αυτά ήταν τα δύο γνωρίσματα για τον εντοπισμό. Ο Αχμετ, σχεδίασε και αυτός το χωριό, μια και είχε γεννηθεί εκεί, αλλά παρά την καλή του πρόθεση, μάλλον με περιέπλεξε παρά με βοήθησε. Το γκρουπ είχε ήδη φύγει, η ώρα είχε πάει τρεις και μισή και είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Σκέφθηκα τον Τάκη, είχε επισκεφθεί το χωριό πολλές φορές και το γνώριζε, είχε φίλους Τούρκους που μπορούσαν να βοηθήσουν. Υπέθεσα ότι είχε φύγει με τους υπολοίπους για τα Καρακούγια (Μαύρα πηγάδια), δηλαδή τον παραλιακό Γέροντα που τώρα ονομάζεται Γενί-Κιόι (νέο χωριό). Ψάχνοντας για ταξί κατέληξα στον ξενώνα "Μέδουσα" του Μουσταφά, όπου όμως με περίμεναν πολλές εκπλήξεις. Οι κόποι μου αποζημιώθηκαν και ο κοινός Θεός όλων των ανθρώπων, συμμερίστηκε την αγωνία μου. Ο Τάκης με την γυναίκα του και φίλους Τούρκους ήταν εκεί, ξέμειναν στις μνήμες για καλή μου τύχη. Έπαιρναν το τσάι τους στην φιλόξενη αυλή του ξενώνα. Φυσικά και ο Μουσταφά. Με έκπληξη με κοίταξαν και ρώτησαν γιατί ξέμεινα. Με την απάντηση μου, ήρθε και το τέλος της αναζήτησης. Δεν θα ξεχάσω την φυσικότητα με την οποία ο Τάκης μου απάντησε: - Γιατί δεν με ρωτούσες; ο Άι Γιώργης είναι πίσω από τον ξενώνα αυτό και το πατρικό σου απέναντι ακριβώς. Έμεινα άφωνος, χρειάστηκα λίγο χρόνο για να συνέλθω Πριν ακόμη προλάβω να ξεζαλιστώ, μου ήρθε και δεύτερος κεραυνός, από τον Μουσταφά αυτή την φορά: - Αν είναι σωστό το μέρος που λέει ό Τάκης, τότε το έχω αγοράσει και έχω χτίσει την προέκταση του ξενώνα μου εκεί. Το πηγάδι που μου λες, το μπάζωσα πριν λίγα χρόνια και ήταν ακριβώς μπροστά. Ήταν απίστευτη η εξέλιξη. Με μιας σηκωθήκαμε και τρέξαμε στην πίσω αυλή. Σαν μικρά παιδιά πηδήξαμε τον μαντρότοιχο και βρεθήκαμε στο παλιό χριστιανικό νεκροταφείο. Εκεί, απέναντι ακριβώς, σε λίγα μόνο μέτρα, βρίσκονταν το πατρικό μου. Τα συναισθήματα δεν περιγράφονται, την χαρά και συγκίνηση μου συμμερίζονταν όλοι, το έβλεπες στα υγρά μάτια και στο χαμόγελο τους. Διπλή η χαρά γιατί βρέθηκε και το χριστιανικό νεκροταφείο, που μου είχε δείξει ώρες πριν ο Αχμετ, αλλά οι χωριανοί της εκδρομής δεν γνώριζαν. Ειρωνεία, είχα περάσει από εκείνο το σημείο δύο φορές, είχα δει τα απομεινάρια του πλατύσκαλου του Άι Γιώργη, είχα βρει κάποια αρχιτεκτονικά μέλη της εκκλησίας, στην περίφραξη του νεκροταφείου εντοιχισμένα ή διάσπαρτα μέσα στην βλάστηση, αλλά δεν κατάλαβα ότι αυτά ήταν τα σημάδια για το σπίτι. Πέρασα το μικρό δρομάκι και βρέθηκα στην αυλή του προπάππου μου. Τσιμέντο και πλάκες παντού, τίποτα δεν έμεινε από τον παλιό "οντά". Ακόμη και οι δάφνες με την μικρή λεμονιά, ήταν φυτεμένα χρόνια μετά την φυγή της οικογένειας μου. Ίσως κάποιες πέτρες στον τοίχο της περίφραξης, να ήταν πράγματι "πρωτότυπες". Στο μέρος που κάποτε υπήρχε το σπίτι, ο νέος ξενώνας του Μουσταφά, άκομψος και λιτός, αλλά τελικά με μια παραξενιά της τύχης. Ο πρώτος του ξενώνας, ήταν το σπίτι της οικογένειας Χατζηφωτεινού που έφυγε στην Κρήτη με την ανταλλαγή. Μια παρόμοια ιστορία εξελίχθηκε όταν ο Κωστής Χ"φωτεινός αναζήτησε το πατρικό του. Μόνο που ήταν τυχερός, το σπίτι διατηρήθηκε, επιδιορθώθηκε και μεταμορφώθηκε σε έναν υπέροχο ξενώνα - λαογραφικό μουσείο. Αντίθετα στην δικιά μου περίπτωση, δεν έμεινε τίποτε που να θύμιζε το παλιό σπίτι.

Ας μην είμαι αχάριστος όμως, βρήκα αυτό που έψαχνα και γέμισα την ψυχή μου με εικόνες και ανακούφιση.
Τα πειράγματα από την παρέα δεν άργησαν: - Άντε κι΄άλλος Χ'φωτεινός. Να γράψεις βιβλίο και εσύ, να συνεχίσεις την παράδοση. Όποιος είχε σπίτι του Μουσταφά πρέπει να είναι συγγραφέας!
Με την επιστροφή μου στο ξενοδοχείο, έφερα μαζί μου και ένα μικρό χαλίκι από την αυλή. Το έδωσα στην μητέρα μου. Το κράτησε σφικτά και με κοίταξε, κατάλαβα το τι σήμαινε για αυτήν. Το τελευταίο βράδυ, στο γλέντι της επιστροφής, έμαθα ότι ο Άι Γιώργης ανατινάχθηκε από τον Τουρκικό στρατό για χρήση των υλικών στην κατασκευή στρατώνα το 1940. Το ελληνικό νεκροταφείο, που ήταν στην αυλή του, χρησιμοποιήθηκε σαν χωράφι. Τίποτα δεν έμεινε σε αυτό που να μαρτυρά την χρήση του. Σβήστηκαν οι μνήμες με μιας, γιατί άραγε;
Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν με επισκέψεις στην Μίλητο, Έφεσσο, Αφροδισιάδα, Πριήνη, Ιεράπολη και Παμούκαλε. Εντυπωσιακά όλα τους μνημεία, ενός μεγάλου πολιτισμού.


Στη σκέψη μου όμως, πάντα είχα τον Γέροντα.......










Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Το όνομα Γέροντας

Απόσπασμα της μαρτυρίας της Θεοδωρούλας Αλεξάνδρου Χατζηδημητρίου, από το βιβλίο της Ελένης Γ. Καρτσαγκούλη "Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια"-Δημοτική Βιβλιοθήκη Ν. Ιωνίας, εκδ. ΩΡΕΣ 1995.

"....Γεννήθηκα στον Γέροντα. Το χωριό ήταν χτισμένο γύρω από τα ερείπια του αρχαίου ναού του Διδυμαίου Απόλλωνα. Οι πρώτοι κάτοικοι του, ήταν σαμιώτες ναυτικοί. Έφευγαν από τον τόπο τους την εποχή του θερισμού και περνούσαν απέναντι στα παράλια της Μικρασίας για να δουλέψουν.

Είδαν, όμως, ότι το μέρος αυτό ήταν έφορο και αποφάσισαν να μείνουν μόνιμα εκεί. Γύρω από το ιερό ήταν ένας μικρός τούρκικος συνοικισμός. Οι Σαμιώτες δεν ήθελαν τους Τούρκους μεσ' τα πόδια τους. Κι ως τετραπέρατοι Ρωμιοί, πήγαν και βρήκαν τον τούρκο πασά της περιοχής και, χωρίς πολλές κουβέντες του ζήτησαν να απομακρύνει τον τούρκικο συνοικισμό από το "Ιερόν". Κι αυτοί με την σειρά τους, σαν καλοί γεμιτζήδες και μάστορες που ήταν, θα του έφτιαχναν όση πίσσα ήθελε για τα καϊκια του. Ο πασάς άλλο που δεν ήθελε, γιατί ήξερε ότι οι Ρωμιοί ήταν καλοί μάστορες, ενώ οι Τούρκοι δεν τα' χαν ποτέ καλά με την θάλασσα.


Έτσι ο τούρκικος συνοικισμός έφυγε, πήγε πιο πέρα και χτίσθηκε ένα άλλο χωριό που ονομάσθηκε Τουρκογέροντας. Οι Ρωμιοί έχτισαν και αυτοί το χωριό τους, γύρω από το ιερό, που με τα χρόνια πρόκοψε, μεγάλωσε και απλώθηκε στους γύρω λόφους.


Άλλοι, όμως, λένε ότι - στα πολύ παλιά χρόνια- ένας γέροντας ανέβηκε ν' ασκητεύσει πάνω σε μια κολώνα του ιερού. Όταν το' μαθε ο κόσμος από τα γύρω χωριά πήγαινε να το δει.


-Που θα πάτε;


-Στον γέροντα


Σιγά - σιγά κτίσθηκαν και λίγα σπίτια γύρω - γύρω, που με τα χρόνια έγιναν περισσότερα και έτσι έμεινε το όνομα Γέροντας στο χωριό...."