Ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, τόσο κοντά και όμως τόσο μακριά από τις ρίζες μας. Μια γνωριμία με την γη των προπατώρων μας, εδώ και εκεί στην Μ. Ασία.
Συμπορευτείτε μαζί μας σ' αυτή την περιπλάνηση και, ποιος ξέρει, μπορεί να ανακαλύψετε και εσείς την άλλη σας πλευρά.....

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Αλή Σαντίκ Εφέντης, ένας "εχθρός" σωτήρας.

Είναι η μοίρα των ανθρώπων ίσως, να κρίνονται από το χρώμα, την θρησκεία τους, τις εξουσίες στις οποίες συχνά πρέπει να υπακούν και όχι πάντα από τις πράξεις τους. Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του Αλλή Σαντίκ Εφέντη, Τούρκου αστυνόμου βαθμοφόρου στον Π. Γέροντα, που η αυτοθυσία του, έσωσε πολλούς Γεροντιανούς από σίγουρο θάνατο. Παράξενο, ως και αλλόκοτο, ένας υπηρέτης της τουρκικής απολυταρχίας, να γίνει ο σωτήρας των αλλοθρήσκων του. Να επιδείξει τέτοια αυτοθυσία, αμεροληψία και ηρωισμό, υπέρ των Ελλήνων, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ακόμη και σαν ήρωας μας. Δεν γνωρίζω το τέλος του μετά την "αποστασία" ή την ανυπακοή στις διαταγές των ανωτέρων του, αλλά εύχομαι να ήταν καλό. Οι συνέπειες ήταν γνωστές και ο ίδιος τις γνώριζε, αλλά τις αγνόησε για το καλό των "άπιστων" κατοίκων του Γέροντα. Πέρα από τις σημερινές "εκ του ασφαλούς" εκδηλώσεις ειρήνης και αλληλεγγύης των λαών, ο Σαντικ Εφέντης ήταν ο πρώτος, που σε συνθήκες δύσκολες, επικίνδυνες και φανατισμού, απέδειξε ότι ο άνθρωπος, δεν έχει πολιτικά και θρησκευτικά όρια, παρά μόνο αυτά της ψυχής του.{.......Ένας Άνθρωπος βρέθηκε τότε, εκείνες τις ανήσυχες ημέρες, στο Γέροντα. Και ήταν Τούρκος! Ήταν ο νέος διοικητής της περιοχής. Ήταν ο Αλής Σαντίκ Εφέντης. Ο νόμος τον διέτασσε να προχωρήσει σε ενέργειες τρομερές: «να μας βγάλει όλους από τον τόπο ή να μας σκοτώσει». Έτσι διέτασσε ο Νόμος και ο Αλή Σαντίκ εφέντης έπρεπε να εκτελέσει τον νόμο. Μα πώς; Διάβαζε την διαταγή ο Αλή Σαντίκ και κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο του. Να διώξει τους ανθρώπους από τον τόπο τους;…Να τους σκοτώσει;… Μ’ αυτός δεν είναι πλασμένος από την πάστα των φονιάδων. Αυτός είναι γεννημένος για ν’ αγαπά, για να χαρίζει την ελπίδα, για να δίνει την χαρά…Έπειτα υπάρχει απάνω από όλους ο Θεός, που βλέπει τα πάντα, που δεν θέλει να γίνεται το κακό, που αργά αλλά σίγουρα τιμωρεί. Γιατί λοιπόν αυτός θα ενεργήσει αντίθετα προς το θέλημα Του; Όχι. Ας διατάσσουν οι νόμοι, ας απαιτούν οι ανώτεροι. Αυτός όχι μόνο δεν θα βάψει τα χέρια του με το αίμα αθώων, αλλά και θ’ αγωνισθή, όσο γίνεται, για να αποτρέψει και τους άλλους. Δεν θα αφήση, έτσι αποφασίζει καθώς σκυφτός από την συλλογή αγρυπνεί όλη νύκτα, να εξευτελιστούν γέροντες, ν’ ατιμαστούν παρθένες, να βουτηχτούν στο αίμα μικρά παιδιά. Γιατί και αυτός έχει μικρά παιδιά που τα’ αγαπάει, γιατί κι’ αυτός έχει κορίτσι που το καμαρώνει, γιατί είναι άνθρωπος, και πρέπει κάποτε να παραδώσει ολοκάθαρη στα χέρια του Θεού την ψυχή του….}
Η δύναμη όμως και η γενναιότητα αυτού του άνδρα, φαίνεται στις παρακάτω σειρές;
{…ξέρει πως η παράβαση της διαταγής έχει βαρύτατες επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του, πως μπορεί να την πληρώσει με την ζωή του. Μα αυτή η σκέψη δεν τον κάνει διστακτικό. Γιατί ξέρει πως η ζωή δεν έχει καμιά αξία, δεν μπορεί να είναι ύσυχη, όταν συνοδεύεται από κατάρες και τα αναθέματα των αθώων…}
{…Κρατάει λοιπόν στα χέρια του την μαύρη διαταγή ο Αλή Σαντίκ εφέντης και δεν την εκτελεί…..Έβγαλε μάλιστα και διαταγή: «Αν γίνει επίθεση τσέτηδων στο χωριό, οποιαδήποτε ώρα κι’ αν είναι, να ζητάμε αμέσως βοήθεια.» Η διαταγή τέλειωνε με την υπόσχεση πως αμέσως θα έστελνε στρατό να αποκαταστήση την τάξη. Και την υπόσχεση την κράτησε πέρα για πέρα….»
{…Ολοζώντανη παραμένει στο νου πολλών Γεροντιανών ακόμη και σήμερα η ανάμνηση του αγαθού Αλή Σαντίκ, του προστάτη τους. Μερικοί των μνημονεύουν και στην προσευχή τους. Πιστεύουν ότι έχει τοποθετηθεί «εν χώρα δικαίων», σε μια από τις πιο όμορφες γωνιές της αιώνιας γαλήνης, και παρακαλούν τον θεό να δροσίζη το συλλογισμένο μέτωπο του με μυρωμένο αέρι, που απαλά κατεβαίνει από τις πλαγιές και τα ρουμάνια των Δίδυμων βουνών…}Στις παρένθεσεις : Περικοπές από το βιβλίο "Ο Μικρασιατικός Γέροντας" της Ευαγ. Γεωργοπούλου, 1972, σελ. 41-43.
Όπου υπάρχει πίστη, υπάρχει και δίκιο. Δεν γνωρίζω τι απέγινε ο ήρωας αυτός, ποια ήταν η τύχη του. Τουλάχιστον όμως σώθηκε από τους Γεροντιανούς, όπως ο ίδιος τους είχε σώσει.
{…Σαν είδαν όμως οι Γεροντιανές ότι οι στρατιώτες πήγαιναν προς το τουρκικό καρακόλι[1], έτρεξαν να προστατέψουν τον ευεργέτη του χωριού, τον καλό Αλή Σαντίκ Εφέντη, τον άνθρωπο που δεν λογάριασε τις διαταγές και τους προστάτεψε. Τον πήραν στα χέρια και τον έφεραν μπροστά στους έλληνες στρατιώτες. Εκείνοι τον ευχαρίστησαν…}
Περικοπή από το βιβλίο "Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια" της Ελένης. Καρτσαγκούλη, 1995, σελ. 108.
Μήπως αξίζει μια μνεία, ή ένα μνημείο στον Αλή Σαντίκ Εφέντη, ή μήπως όχι, επειδή ήταν Τούρκος;
Πριν απαντήσει ο καθένας, ας το σκεφθεί καλά……….

[1] Αστυνομικός Σταθμός

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Λίγο μετά την «Έξοδο»

Απόσπασμα από το βιβλίο L’ Asie Mineure en ruines, Paris,1924. Συγγραφέας ο Saturnino Ximenez, που επισκέφθηκε με θαλαμηγό την δυτική Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1923.

«…….Διόλου δεν αναμέναμε τέτοια έκπληξη στην θέα του ελληνικού χωριού που περιβάλλει το Διδυμείον. Πηγαίναμε να επισκεφθούμε ένα από τα πιο διάσημα αρχαιολογικά μνημεία της Μικρασίας, του οποίου οι τρεις όρθιοι κίονες που κυριαρχούν στο τοπίο, προσήλωναν το βλέμμα από μακριά. Μπαίνοντας όμως στον Γέροντα, η θέα των αρχαιοτήτων έσβησε και μας συνεπήρε και στιγμιαία επεβλήθη η θέα των πραγμάτων του σήμερα….
Δεν βρήκαμε ερειπωμένο τον ελληνικό οικισμό. Απλά εγκαταλελειμμένο. Τα σπίτια να στέκουν ακατοίκητα, διατηρώντας πολλά από τα αντικείμενα του νοικοκυριού καθώς και την επίπλωση τους. Παντού βλέπεις παραβιασμένα σεντούκια, ξεσκισμένα και ψαγμένα στρώματα, ξηλωμένα στο πάτωμα σανίδια.
Η εντύπωση από το εσωτερικό των σπιτιών σπαρακτική. Τα ίχνη του πλιάτσικου ανεξίτηλα <…> Οι κάτοικοι του Γέροντα ζούσαν ζωή αζόριστη, ειρηνική. Ήσαν εργατικοί και απελάμβαναν μια σχετική άνεση. Οι κατοικίες τους ήσαν παστρικές, νοικοκυρεμένες. Βρήκαμε ακόμη, κομόντες, καναπέδες, εταζέρες, λάμπες πετρελαίου, παιδικά παιχνίδια, μηχανές ραψίματος, δίσκους γραμμοφώνου, εργαλεία, σύνεργα μαγειρικής. Όλα πεταμένα εδώ κι’ κει, συντρίμμια. Σ’ ένα μισάνοικτο συρτάρι ανακαλύψαμε ένα κουτί πούδρας ρυζιού και άλλα ψιμύθια της γυναικείας φιλαρέσκειας. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι, με σφιγμένη καρδιά, ατενίζοντας την συμφορά. Η φυγή θα πρέπει να ήταν ξαφνική, ταχύτατη. Αλαφιασμένος ο κόσμος δεν είχε τον χρόνο να πάρη μαζί του τίποτα. Τα μαγαζιά τροφίμων και οι ταβέρνες είχαν ακόμη τους πάγκους και τα ράφια τους, τα κατάστιχα των λογαριασμών ήσαν σκισμένα στο πάτωμα, ανάκατα με θραυσμένα σκεύη και κάθε είδους σύντριμμα. Μια τραγική σιωπή πλανιόταν πάνω από όλα αυτά: η σιωπή των νεκρουπόλεων. …....
……..Στο σχολείο οι πλιατσικολόγοι είχαν υπερβεί τον εαυτό τους. Τα πάντα ήσαν σπασμένα, σκισμένα, ποδοπατημένα. Μαζέψαμε από κάτω ένα ελληνικό βιβλίο, το βίο του αγίου Θύρσου, χριστιανού των Διδύμων που μαρτύρησε στην Μίλητο. Ζωγραφιές, σχολικά τετράδια, αναγνωστικά και προσευχητάρια, όλα καταγής φύλλο-φτερό. Τα σπίτια της πλατείας είχαν αυλές με δενδρύλλια και άνθη. Σε ένα από αυτά πρόσεξα πως κρέμονταν ακόμη στα παράθυρα ξεθωριασμένες γιρλάντες από χάρτινα ρόδα σε χρώμα γκρενά, κατάλοιπο προφανώς διακόσμου οικογενειακής γιορτής. Η φύση σιγά-σιγά κυρίευε τα πάντα <…>
Ο περίβολος της εκκλησίας ήταν ακόμη γεμάτος εγκαταλελειμμένα μπαούλα που οι φυγάδες μες στην βιασύνη τους δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και τ’ άφησαν εκεί για περισσότερη ασφάλεια. Ήσαν κενά κι’ από τα περισσότερα έλλειπαν και οι κλειδαριές.
Μπήκαμε στο ναό. Απερίγραπτη η ερήμωση του. Πατούσαμε πάνω σε σωρούς από σανίδες, σπασμένα στασίδια, ξύλινα στολίδια, εικόνες, σταυρούς, πολυελαίους, αναλόγια, όλα συντρίμμια. Από τα θωράκια του τέμπλου με τα κάπως αφελή τους σκαλίσματα και τον αδέξιο χρωματισμό, είχαν αφαιρεθή οι ιερές ζωγραφιές. Η αγία Τράπεζα σχισμένη στα δύο. Αποσπούμε από τα χαλάσματα αγιογραφημένα πινάκια, φύλλα βιβλίου λειτουργικού και λίγες σελίδες από την Καινή Διαθήκη, βεβηλωμένες και κομμένες σε λουρίδες…»